Προσεχώς

Προσεχώς


Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

Οι ταινίες της εβδομάδας από Πέμπτη 07/03/2013

«Το πρόσωπο της ομίχλης» («V tumane», συμπαραγωγή Ρωσίας / Γερμανίας / Λευκορωσίας / Ολλανδίας / Λετονίας, 2012) του Σεργκέι Λόζνιτσα, με τους Βλαντίμιρ Σβιρσκίι, Βλάντισλαβ Αμπασίν, Σεργκέι Κολέσοφ.
Οταν οι Ρώσοι θέλουν, οι Ρώσοι πετυχαίνουν. Πριν από μία δεκαετία περίπου ο σκηνοθέτης  Αντρέι Ζβάντζιτζεφ μάς κατέπληξε με την αριστουργηματική «Επιστροφή», μια ταινία που μας θύμισε ότι ο ρωσικός κινηματογράφος όχι μόνο υπάρχει ακόμη αλλά μπορεί να μεγαλουργήσει. Και σήμερα ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Σεργκέι Λόζνιτσα, κάνει το ίδιο με «Το πρόσωπο της ομίχλης», μία από τις σημαντικότερες ταινίες της εφετινής σεζόν που δυστυχώς «θάβεται» τη λάθος περίοδο, κυκλοφορώντας μαζί με τόσο πολλές ταινίες, καταδικασμένη να περάσει απαρατήρητη, κάτι που απευχόμαστε ολόψυχα.

Το φιλμ ανοίγει με ένα καταπληκτικό μονοπλάνο που περιγράφει στιγμές καταπίεσης Λευκορώσων από τους γερμανούς κατακτητές. Η σύνθεση του πλάνου είναι μεγαλειώδης, μια απίστευτη σύνθεση προσώπων και καταστάσεων που σε αιχμαλωτίζει στο κάθισμά σου. Φωνές στα μεγάφωνα αναφέρουν την αναγκαιότητα συμμαχίας των Ρώσων με τους Γερμανούς, κάποιοι πρόκειται να κρεμαστούν. Ενας σβέρκος «καθοδηγεί» τον φακό και, όπως θα δούμε, ο σβέρκος ανήκει στον έναν από τους τρεις βασικούς ήρωες της σύνθετης αυτής ταινίας που έχει τη δομή θεατρικών πράξεων ενώ συνδυάζει την ιστορία τριών ανδρών εν καιρώ πολέμου.



Στα πρόσωπα αυτών των τριών ανδρών αποτυπώνονται τρία διαφορετικά πρόσωπα του πολέμου. Το ένα ανήκει στον αμέτοχο, τον  ανένταχτο, αυτόν που προσπαθεί να επιβιώσει περνώντας απαρατήρητος και ο οποίος, όμως, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να αναδειχθεί σε ήρωα, ακόμη και άγιο (Βλαντίμιρ Σβιρσκίι). Το δεύτερο είναι το πρόσωπο του αφοσιωμένου αγωνιστή που σχεδόν μοιραία είναι καταδικασμένος να σκοτωθεί (Βλάντισλαβ Αμπασίν). Και το τρίτο είναι το πρόσωπο του ασπόνδυλου ανθρώπου παντός καιρού, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο για να επιβιώσει (Σεργκέι Κολέσοφ).

Το πώς αυτά τα τρία πρόσωπα συνδυάζονται σε μια κοινή ιστορία είναι κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί παρά μόνο να ιδωθεί. Ο τρόπος με τον οποίο ο Λόζνιτσα συνδυάζει τις ιστορίες και ο τρόπος με τον οποίο τις κινηματογραφεί αγγίζουν την τελειότητα, γεγονός στο οποίο συμβάλλουν οι τρεις ηθοποιοί και η «ταρκοφσκική» διεύθυνση φωτογραφίας του Ολεγκ Μούτου.

Το σπουδαίο επίτευγμα όμως του Λόζνιτσα είναι ότι μέσα από την ιστορία αυτών των τριών ρώσων πολεμιστών έφτιαξε μια ταινία που σβήνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ηρωισμό και στην προδοσία, ανάμεσα στην έχθρα και στη φιλία και υποκλίνεται ταπεινά στο μυστήριο, στην περιπλοκότητα αλλά και στο σκοτάδι της ανθρώπινης φύσης.

«Μετά τον Μάη» («Apres Mais», Γαλλία, 2012) του Ολιβιέ Ασαγιάς, με τους Κλεμάν Μεταγέρ, Λόλα Κρετόν, Φελίξ Αρμάν.
Ορισμένες φορές το καλύτερο έργο ενός δημιουργού μπορεί να προέρχεται μέσα από την ιστορία του ιδίου. Τα «400 χτυπήματα», π.χ., ήταν μια επιστροφή του Φρανσουά Τρυφό στα δύσκολα παιδικά χρόνια του η οποία έμελλε να του χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση. Και σήμερα με το «Μετά τον Μάη» ο Ολιβιέ Ασαγιάς, εμπνευσμένος από τη δική του επαναστατημένη εφηβεία στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας  του '70, μας έδωσε μια ταινία την οποία χρόνια πολλά από σήμερα θα θυμόμαστε και θα συζητάμε.

Μία από τις μεγάλες αρετές της ταινίας «Μετά τον Μάη» είναι ότι, αν και η ψυχή της είναι σαφώς φιλελεύθερη, δεν πέφτει ποτέ στην παγίδα της αριστερής, στρατευμένης δημιουργίας. Ο τίτλος φυσικά αναφέρεται στην αποτυχημένη επανάσταση του Μάη του '68 αλλά και στην κληρονομιά που άφησε στη νέα γενιά που πήρε αμέσως μετά τα σκήπτρα. Στην ουσία όμως όλα αυτά είναι το πρόσχημα αφού στην πραγματικότητα παρακολουθούμε  το απολύτως ανθρώπινο και περιπετειώδες οδοιπορικό αυτογνωσίας ενός νεαρού - του alter ego του ιδίου του σκηνοθέτη - λίγο προτού βγει στην πραγματική ζωή.

Ο Ζυλ που υποδύεται ο Κλεμάν Μεταγέρ είναι ένας άγουρος μαχητής αριστερών φρονημάτων που ζει κάπου έξω από το Παρίσι. Μαζί με την παρέα του διαβάζει αναρχικούς, γράφει προκηρύξεις, λαμβάνει μέρος σε διαδηλώσεις, τσακώνεται με τα ΜΑΤ, τρώει ξύλο, ζωγραφίζει γκραφίτι στους τοίχους και ρίχνει μολότοφ. Το αίμα του βράζει αλλά συγχρόνως διαβάζει ποίηση, ανακαλύπτει την κλίση του προς τα εικαστικά, παρασύρεται από τη δύναμη του έρωτα.
Τις πραγματικές περιπέτειές του, που αρχίζουν μετά τον τραυματισμό ενός φύλακα κατά τη διάρκεια μιας «νυχτερινής επιχείρησης» συνθημάτων γκραφίτι στο σχολείο του, θα τις αντιμετωπίσει μέσα από ένα ταξίδι αυτογνωσίας εκτός συνόρων της πατρίδας του, στην Ιταλία. Εκεί σιγά-σιγά ο Ζυλ θα «προσγειωθεί» στην πραγματικότητα.
Το «Μετά τον Μάη» σε κερδίζει χάρη στην ευθεία, καθαρή σκηνοθετική ματιά του, το θαυμάσιο παίξιμο των ερασιτεχνών ηθοποιών που ο Ασαγιάς χειρίζεται προστατευτικά και το γεγονός ότι ο τελευταίος ποτέ δεν μασά τα λόγια του, ιδίως όταν κάνει την αυτοκριτική της γενιάς του.

Με δυο λόγια, είναι μια ταινία που σε προκαλεί να την αγαπήσεις με τον ίδιο τρόπο που πριν από μερικά χρόνια είχες αγαπήσει τους «Συνήθεις εραστές» του Φιλίπ Γκαρέλ ή πολλά χρόνια πιο πίσω το ντοκυμαντέρ «Να πεθαίνεις στα 30» του Ρομάν Γκουπίλ. Μακράν η καλύτερη ταινία του Ολιβιέ Ασαγιάς, γιατί πολύ απλά βγαίνει κατευθείαν μέσα από την ψυχή του.

 «The paperboy» (ΗΠΑ, 2012), σε σκηνοθεσία Λι Ντάνιελς, με τους Νικόλ Κίντμαν, Μάθιου Μακ Κόναχι, Ζακ Εφρον, Ντέιβιντ Ογιελόβο, Σκοτ Γκλεν.

Σε ένα πρώτο επίπεδο η «αστυνομική» πλοκή αυτής της ταινίας περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα της ενοχής ή της αθωότητας ενός θανατοποινίτη με φόντο την Κεντρική Φλόριδα των τελών της δεκαετίας του 1960.  Η Νικόλ Κίντμαν υποδύεται τη Σάρλοτ, ένα σέξι ξανθό «τσόκαρο» που, βέβαιη για την αθωότητα του θανατοποινίτη, πείθει δύο δημοσιογράφους, έναν ντόπιο (Μάθιου Μακ Κόναχι) και έναν Αγγλο (Ντέιβιντ Ογιελόβο), να αναλάβουν την έρευνα. Στην έρευνα μετέχει και ο μικρότερος αδελφός (Ζακ Εφρον) του ντόπιου δημοσιογράφου, τον οποίο φλερτάρει ασυστόλως η Σάρλοτ.

Αυτά είναι τα πρόσωπα της ιστορίας και το ερώτημα που τίθεται είναι πώς ο σκηνοθέτης Λι Ντάνιελς θα τα σκιαγραφήσει αφηγούμενος συγχρόνως τις καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα  κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ο δημιουργός της υπερτιμημένης (οριακά ανυπόφορης) «Μονάκριβης» («Precious») μοιάζει χαμένος μέσα σε ένα σενάριο όπου κλωθογυρίζουν καυτά  ζητήματα τα οποία νιώθεις ότι βρίσκονται εκεί απλώς και μόνο για να υπάρχουν. Ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία, η σεξουαλική απελευθέρωση και η κρυφή ομοφυλοφιλία είναι μερικά από αυτά τα θέματα που αγκομαχούν για να βρουν θέση σε μια ιστορία της οποίας η υλοποίηση  προσωπικά μου έδωσε την εντύπωση κακόγουστου καρνάβαλου.



Πολλά έχουν ήδη ειπωθεί για την τολμηρή σκηνή όπου η Νικόλ Κίντμαν αυνανίζεται μπροστά στα μάτια του θανατοποινίτη (τον οποίο υποδύεται υπερβολικά ο Τζον Κιούζακ). Το γεγονός ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει καμία φυσική επαφή δημιουργεί ένταση και, ναι, αυτή η σκηνή είναι όντως η καλύτερη της ταινίας αποδεικνύοντας ταυτοχρόνως το πόσο σπουδαία ηθοποιός μπορεί να είναι (όταν το θέλει) η Κίντμαν. Και πάλι, όμως, ακόμη και σε αυτή τη σκηνή (όπως και σε μια άλλη όπου τη βλέπουμε να ουρεί πάνω στον Εφρον) προκαλεί κυρίως ηδονοβλεπτικό ενδιαφέρον σε αυτή την ενοχλητική, χαοτική και συχνά λαϊκίστικης αισθητικής ταινία.

«Παρενέργειες» («Side effects», 2012, ΗΠΑ) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, με τους Τζουντ Λο, Ρούνεϊ Μάρα, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς.

Αν ο Αλφρεντ Χίτσκοκ μπορούσε να δει τις «Παρενέργειες» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, έχω την εντύπωση ότι το αποτέλεσμα θα τον άφηνε τουλάχιστον ικανοποιημένο. Από το πρώτο κιόλας πλάνο όταν υπό τους «γαργαλιστικούς» ήχους του Τζέιμς Νιούτον ο φακός πλησιάζει σιγά-σιγά ένα κτίριο, νιώθεις να περιφέρεται το φάντασμα του μετρ της αγωνίας. Πραγματικά δεν θα περνούσε πολλή ώρα και στο μυαλό μου άρχισαν να στροβιλίζουν ταινίες όπως ο «Δεσμώτης του ιλίγγου» και η «Μάρνι». Μαζί τους ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στη φήμη του Χίτσκοκ: ένας άνθρωπος κατηγορείται παρ' ότι ο θεατής γνωρίζει ότι είναι αθώος.

Ο αθώος που εν προκειμένω θα βρεθεί στο χείλος της καταστροφής είναι ο Τζουντ Λο, ο ψυχίατρος που αναλαμβάνει την περίπτωση μιας προβληματικής γυναίκας (Ρούνεϊ Μάρα), παντρεμένης με έναν πρώην κατάδικο (Τσάνινγκ Τέιτουμ). Αθελά της η γυναίκα συμπεριφέρεται βίαια, ικανή να φτάσει σε απίστευτα άκρα. Ολα δείχνουν ότι πρόκειται για άτομο κλινικά  καταθλιπτικό, που παλεύει διαρκώς με τους εσωτερικούς δαίμονές του, ενώ υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο ο γιατρός να της χορήγησε λάθος φάρμακα. Το τι συμβαίνει στ' αλήθεια όμως βρίσκεται καλά κρυμμένο στο σενάριο του Σκοτ Μπερνς, στο οποίο μάλιστα συνεργάστηκε ο ψυχίατρος δρ Σάσα Μπαρντέ, που είναι και συμπαραγωγός.




Η Ρούνεϊ Μάρα υποδύεται με τρυφερότητα αυτή τη μυστηριώδη γυναίκα βγάζοντας την εικόνα ενός πονεμένου πλάσματος που τη μια σου προκαλεί την αίσθηση του κινδύνου και την άλλη δεν μπορείς παρά να συμπάσχεις μαζί του. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον ψυχίατρο.
Η ταινία έχει ενδιαφέροντες ήρωες, ανθρώπους που σου προκαλούν την περιέργεια να μάθεις πράγματα γι' αυτούς και αυτό συμβαίνει επίσης τόσο με τον σύζυγο όσο και με μια συνάδελφο του ψυχιάτρου που παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή (ένας απροσδόκητος ρόλος για την Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς). Χωρίς ποτέ να ξεχνά ότι αυτό που ουσιαστικά έχει στα χέρια του είναι ένα θρίλερ εκπλήξεων και ανατροπών, ο Σόντερμπεργκ σκαλίζει βαθιά μέσα στην ψυχή του βασικού ντουέτου ηρώων της ταινίας   αναλύοντάς τους εξονυχιστικά.

«Οζ μέγας και παντοδύναμος» («Oz the great and powerful», ΗΠΑ, 2013) του Σαμ Ράιμι, με τους Τζέιμς Φράνκο, Μισέλ Γουίλιαμς, Μίλα Κούνις, Ρέιτσελ Βάιζ.
Αφού άφησε ευπρόσωπα το στίγμα του στον «Spider-Man» και τη Marvel Comics, ο Σαμ Ράιμι εισχώρησε πέρυσι στον ευφάνταστο κόσμο του συγγραφέα Λ. Φρανκ Μπάουμ, δημιουργού της σειράς μυθιστορημάτων του «Μάγου του Οζ» (γραμμένα ανάμεσα στα 1900 και στα 1920).

Ο «Οζ μέγας και παντοδύναμος» λοιπόν επιστρέφει στη χώρα της μαγείας, την οποία είχε ανιχνεύσει 74 χρόνια πριν ο θρυλικός «Μάγος του Οζ» με την Τζούντι Γκάρλαντ (ταινία που παραμένει αξεπέραστο κομμάτι της αμερικανικής ποπ κουλτούρας) και για μία ακόμη φορά μας οδηγεί στη μαγική Χώρα του Οζ. Εκεί όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και εκεί όπου τυχαία θα βρεθεί ένας κομπογιαννίτης μάγος με το ίδιο όνομα (τον υποδύεται με τρομερή άνεση ο Τζέιμς Φράνκο σε μια ευχάριστη στροφή του προς την κωμική ερμηνεία).

Ο Οζ που είναι καταφερτζής και συγχρόνως γκαφατζής θα αναλάβει το δύσκολο έργο της  απελευθέρωσης των κατοίκων του Οζ από τα μάγια και στην ιστορία σημαντικό ρόλο θα παίξουν τρεις μάγισσες, τις οποίες υποδύονται η Μισέλ Γουίλιαμς, η Μίλα Κούνις και η Ρέιτσελ Βάιζ, που επιτέλους έβγαλε τη «σκύλα» από μέσα της.
Ο Ράιμι έχει δουλέψει έξυπνα την ταινία που ξεκινά ασπρόμαυρη (στο κλίμα της εποχής του 1905 όπου αρχικώς βλέπουμε τον μάγο) αλλά από τη στιγμή που η ιστορία μπαίνει στη Χώρα του Οζ βυθίζεται σε μια εντυπωσιακή σινεμασκόπ πανδαισία που σου δίνει την εντύπωση ότι κυκλοφορείς σε ένα αχανές λούνα παρκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου