Ελληνική πρεμιέρα 03/03/2011Τόσους και τόσους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου έχει εμπνεύσει η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Καιρός ήταν να τη δούμε και σε ελληνική εκδοχή.
Μια πρώτη δειλή απόπειρα μεταφοράς του απόλυτου love story σε ελληνικό τοπίο έγινε το 1969 από τον Ντίνο Δημόπουλο, στη «Νεράιδα και το παλικάρι». Η βεντέτα εκτυλισσόταν σε κρητικά εδάφη, ανάμεσα στον Μανούσο Βροντάκη (Δημήτρη Παπαμιχαήλ) και το Κατερινιώ Φουρτουνάκη (Αλίκη Βουγιουκλάκη). Οσο και αν αυτή η ταινία μεγάλωσε γενιές και γενιές τηλεθεατών, από άποψη καλλιτεχνικής αξίας καλύτερα να την ξεχάσουμε.
Τώρα, το σεξπιρικό δράμα έπεσε σε καλά χέρια. Του σκηνοθέτη Χρήστου Νικολέρη, γνωστού από τις μικρού μήκους ταινίες, την τηλεοπτική σειρά «Τα άγρια παιδιά» και τα 150 βιντεοκλίπ του αλλά και επειδή είναι μέλος της δραστήριας θεσσαλονικιώτικης ομάδας παραγωγής «Ενόρασις».
Bγήκε στις αίθουσες «Ο Κανένας», σε σενάριο του σταθερού του συνεργάτη, Παναγιώτη Ιωσηφέλη. Στη δική τους εκδοχή ο Ρωμαίος είναι Ρώσος (Αντίνοος Αλμπάνης) και η Ιουλιέτα Αλβανή (Τζωρτζίνα Λιώση). Ο έρωτάς τους γεννιέται μέσα σε ένα δυσοίωνο περιβάλλον ανταγωνισμού δύο ομάδων μεταναστών, Ρώσων και Αλβανών, που εκφράζουν τις διαφορές τους με κόντρες αυτοκινήτων.
Η ταινία συμπίπτει με την έξαρση του προβληματισμού πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα. Στο «Κανένας», όμως, οι εθνικές ταυτότητες λειτουργούν περισσότερο συμβολικά, για να τονιστεί η μοναξιά των δύο ηρώων, που νιώθουν παντού έξω από τα νερά τους. Ο Γκόραν θέλει να σπουδάσει Νομική και να ξεφύγει από το γκέτο της παρέας του. Η Τζούλια πνίγεται από τον συντηρητισμό και την αυστηρότητα των γονιών της, που προσπαθούν να τη μεγαλώσουν ως μια καλή μουσουλμάνα.
«Θα μπορούσαν να είναι Ελληνες, που νιώθουν ξένοι στην κοινωνία τους. Η προβληματική μου δεν είναι τόσο το μεταναστευτικό όσο η έλλειψη πατρίδας. Τελικά, η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει από μόνη της ως πατρίδα», λέει ο Χρήστος Νικολέρης. Εχει φυσικά άποψη για το μεταναστευτικό. «Είναι πολύ σύνθετο το θέμα. Θα συνεχίσει να μας απασχολεί για καιρό. Μου λείπει μια ξεκάθαρη γραμμή από την πολιτεία. Τα κανάλια, πάντως, κάνουν πάρτι».
Στο «Κανένας» υπάρχει και η περίφημη σκηνή του μπαλκονιού. Τα φορέματα του τέλους του 16ου αιώνα, με τους φραμπαλάδες και τους κορσέδες, έχουν αντικατασταθεί με κολλητά τζινάκια και Τ-shirts. «Είναι μια γλυκιά σκηνή, που μπορεί να μας ακούγεται εκτός τόπου και χρόνου, αλλά έρχεται φυσιολογικά στη ροή της ταινίας». Αλλωστε, υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στο σεξπιρικό κείμενο και την οποιαδήποτε απόπειρα κινηματογραφικής μεταφοράς του. «Η λυρικότητα στον Σέξπιρ βγαίνει από το κείμενο και τα λόγια. Εμείς προσπαθούμε με εικόνες».
Πολλοί σκηνοθέτες έχουν δοκιμάσει την τύχη τους με το ρομαντικό ειδύλλιο, που μετρά πέντε αιώνες ζωής, από τότε που ξεπήδησε από την πένα του Σέξπιρ. Αγαπημένη κινηματογραφική μεταφορά του Χρήστου Νικολέρη είναι η «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», του Μπαζ Λούρμαν, με τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και την Κλερ Ντέινς. «Μου αρέσει και η ταινία του Τζεφιρέλι, παρ' όλο που είναι ακαδημαϊκή και κλασική. Μου αρέσει και το "West side story". Ισως είμαι λίγο παλιομοδίτης».
Οι αναφορές του «Κανένας», όμως, ακολουθούν την ιστορία και πιο παλιά από την εποχή του Σέξπιρ. Φτάνουν μέχρι τον Ομηρο. Ο ήρωας της ταινίας, ο Γκόραν, έχει μια μανία με την Οδύσσεια. Διαβάζει στην αγαπημένη του Τζούλια αποσπάσματά της και απαγγέλλει με ιδιαίτερο πάθος τη στιχομυθία ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον κύκλωπα Κανένα. Εξ ου και ο τίτλος της ταινίας.
Τον πρωταγωνιστή του, τον Αντίνοο Αλμπάνη, δεν έψαξε πολύ για να τον βρει. Η σχέση τους είχε δοκιμαστεί στα «Αγρια παιδιά». Τη μικρή, όμως, της ταινίας, την 22χρονη Τζωρτζίνα Λιώση, που κάνει το ντεμπούτο της στο σινεμά, την ξεχώρισε ανάμεσα σε επαγγελματίες ηθοποιούς. «Εχει έλλειψη επιτήδευσης, φυσικότητα στον τρόπο που μιλάει και ομορφιά, όχι μόνο εξωτερική, αλλά συνολική».
Η γεύση που του άφησε η πρώτη του μεγάλου μήκους ξεπερνά το στόρι. «Το σημαντικότερο είναι ότι κατάφερα να κάνω μια ταινία. Για τη χαρά του κινηματογράφου», λέει. Και ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα. *
enet