Μια ολόκληρη βιομηχανία υπό κατάρρευση. Τα δισκοπωλεία αποτελούν πια είδος υπό εξαφάνιση κι έτσι οι δίσκοι ξεπέσανε στα περίπτερα. Τα κέρδη των εταιρειών συρρικνώνονται. Οι χρυσοί δίσκοι όχι μόνο χάσανε τη λάμψη τους αλλά κινδυνεύουν να αποτελούν πια κιτς ανάμνηση από ένα ξεθωριασμένο παρελθόν. Οι καλλιτέχνες εγκαταλείπουν τις παράλογες απαιτήσεις και εξασφαλίζουν μια θέση σε αυτό το παρηκμασμένο τοπίο της δισκογραφίας, πληρώνοντας μόνοι τους τα έξοδα ενός άλμπουμ. Την ίδια ώρα, νέες ανεξάρτητες εταιρείες καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες προκειμένου να στηρίξουν τη νεανική παραγωγή. Η κρίση φυσικά της δισκογραφίας δεν είναι νέο φαινόμενο, ωστόσο η πτώση συνεχίζεται αμείωτη.
Αρκεί να δει κανείς πόσο έχει μειωθεί η παραγωγή δίσκων: Το 2008 κυκλοφόρησαν 1.849 δίσκοι, πέρυσι πέσαμε στους 1.125 και φέτος (μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου) βγήκαν στην αγορά 452. Είναι βέβαιο πως πλησιάζοντας προς τα Χριστούγεννα, ο αριθμός θα αυξηθεί, αλλά πόσο; «Ο αριθμός των νέων παραγωγών έχει όντως μειωθεί και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα κόστη παραγωγής (στούντιο, αμοιβές μουσικών, χρηματοδότηση βιντεοκλίπ κ.λπ.) παραμένουν στα ίδια επίπεδα τη στιγμή που οι πωλήσεις εξακολουθούν να μειώνονται» λέει ο Βασίλης Κωνσταντουλάκης εκ μέρους της ΕΜΙ, και συνεχίζει: «Η πτώση δεν σχετίζεται μόνο με την πειρατεία δρόμου ή το παράνομο κατέβασμα κομματιών από το Ιντερνετ, αλλά και με το γεγονός ότι η ύφεση εξαφάνισε τα παραδοσιακά δισκάδικα. Ωστόσο, αν κοιτάξουμε το σύνολο των εκδόσεων, τότε βλέπουμε ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος τα τελευταία χρόνια, διότι ως παραγωγή δίσκων καταγράφονται οι εκδόσεις που πάνε στις εφημερίδες και τα περιοδικά ή εκείνες που πωλούνται στα κιόσκια χωρίς απαραίτητα να συνοδεύουν κάποιο έντυπο. Αυτό που σίγουρα συνηθίζεται πια είναι να συγκεντρώνονται όλο και περισσότερες κυκλοφορίες στο β' εξάμηνο της χρονιάς, αφού η αγορά "ανοίγει" λόγω Χριστουγέννων».
* Ο,ΤΙ ΛΑΜΠΕΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΥΣΟΣ
Η πρώτη απονομή χρυσού δίσκου έγινε το 1970 για το άλμπουμ του Απόστολου Καλδάρα «Μικρά Ασία». Από το 1970 ώς το 1990 χρυσό ανακηρύσσεται ένα άλμπουμ με πωλήσεις 50.000 αντιτύπων και πλατινένιο όταν ξεπερνά τις 100.000. Από το 1990, ο χρυσός δίσκος πέφτει στα 30.000 αντίτυπα και ο πλατινένιος στα 60.000. Επειτα από μακρά κατηφόρα ο χρυσός δίσκος για έναν ελληνικό δίσκο ξεπέφτει πια στο όριο των 6.000. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πέτρου Δραγουμάνου, στα τελευταία 10 χρυσά άλμπουμ συμπεριλαμβάνονται τα «Live» των Φωτεινής Δάρρα, Χάρη Κωστόπουλου και Δημήτρη Μπάση, ο δίσκος «Το παιχνίδι παίζεται ακόμα» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το «Καλοκαίρι στην καρδιά» της Ηβης Αδάμου αλλά και τα «Τραγούδια κάτω απ' το φεγγάρι» της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων Πάτρας!
Για τα σινγκλ τα σημερινά όρια (ισχύουν από 1ης Ιουλίου 2008) είναι 3.000 για το χρυσό και 6.000 για το πλατινένιο. Ενώ από το 2004 καθιερώθηκε και ο θεσμός του χρυσού/πλατινένιου μουσικού DVD με πωλήσεις 5.000 και 10.000 αντιτύπων, αντίστοιχα. Από 1ης Ιουλίου 2008, έπεσαν ακόμα και αυτά τα όρια στις 3.000 και 6.000 κομμάτια.
«Δεν έχει σημασία σε ποιον αριθμό έχουν πέσει πλέον οι χρυσοί κι οι πλατινένιοι δίσκοι. Σημασία έχει να υιοθετηθεί ένας νέος τρόπος -όπως γίνεται στο εξωτερικό- ώστε να υπολογίζονται όλοι οι τρόποι πώλησης που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια», σχολιάζει ο Β. Κωνσταντουλάκης. «Η δισκογραφική βιομηχανία βρίσκεται σε μια φάση επαναπροσδιορισμού τού τι σημαίνει χρυσός και πλατινένιος δίσκος. Ο Πασχάλης Τερζής, ο Φίλιππος Πλιάτσικας, η Ελεωνόρα Ζουγανέλη, η Πέγκυ Ζήνα κάνουν ακόμα πλατινένιους δίσκους. Σημασία, όμως, έχει να προσδιοριστεί μια επιβράβευση που να περιλαμβάνει όλους τους τρόπους πώλησης -όπως για παράδειγμα τις digital πωλήσεις- και όχι μόνο του φυσικού προϊόντος, που ελάχιστα αντικατοπτρίζει πια το εάν ένας καλλιτέχνης είναι δημοφιλής ή όχι. Για παράδειγμα, τα στοιχεία δείχνουν πως το έντεχνο καταναλώνεται περισσότερο στο φυσικό προϊόν, η τζαζ στα βινύλια και η ποπ στα digital. Αρα υπάρχει ένα ολόκληρο κομμάτι και μάλιστα πολύ δυναμικού κοινού που παραμένει αμέτρητο».
Κι ενώ τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι για το 2011 χρυσό δίσκο δεν έχουμε μέχρι στιγμής, οι εταιρείες επιμένουν πως αρκετοί καλλιτέχνες τους έχουν ξεπεράσει το όριο των 6.000 δίσκων. «Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση» εξηγεί ο Νίκος Στεφανάκης, υπεύθυνος της IFPI, του ελληνικού τμήματος της διεθνούς ομοσπονδίας των δισκογραφικών. «Οταν οι εταιρείες διαπιστώσουν πως οι πωλήσεις ενός δίσκου τους πλησιάζουν τα 6.000 αντίτυπα, τότε οφείλουν να ενημερώσουν την εταιρεία ορκωτών λογιστών Deloitte & Touche με την οποία συνεργαζόμαστε. Εκείνοι πηγαίνουν τότε και ελέγχουν τα στοιχεία για να διαπιστώσουν πως πράγματι οι πωλήσεις πλησιάζουν τις 6.000 αντίτυπα και στη συνέχεια δίνουν την έγκρισή τους. Ομως αυτή η διαδικασία πιστοποίησης κοστίζει στη δισκογραφική εταιρεία ένα συγκεκριμένο ποσό για κάθε δίσκο. Χωρίς αυτή την έγκριση εμείς δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι υπάρχει χρυσό άλμπουμ. Ομως, λόγω οικονομικής κρίσης, οι εταιρείες αποφεύγουν να πληρώνουν την Deloitte & Touche. Αρκούνται, λοιπόν, στο να κάνουν δικές τους απονομές χωρίς την επίσημη σφραγίδα».
Μόνο που οι σημερινές απονομές δεν είναι σαν τις μεγαλομανείς φιέστες του παρελθόντος. «Κάποτε οι απονομές γίνονταν για διαφήμιση» λέει ο Πέτρος Δραγουμάνος, γνωστός στατιστικολόγος του ελληνικού τραγουδιού και δημιουργός του CD rom «Ελληνική δισκογραφία, 1950-2011», στο οποίο εμπεριέχεται ο πληρέστερος κατάλογος της ελληνικής μουσικής δημιουργίας. «Τότε που το χρήμα ανακυκλωνόταν, ο ντόρος και ο απόηχος μιας απονομής είχε ως αποτέλεσμα να πουληθούν 2.000-3.000 αντίτυπα ακόμα. Σήμερα που αυτοί οι αριθμοί είναι μακρινά όνειρα, τελειωσαν και οι πολλές απονομές».
* ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ
Ο Γολγοθάς, πάντως, των καλλιτεχνών έρχεται πολύ νωρίτερα από τις απονομές. Με δεδομένη την αδυναμία των εταιρειών να πληρώσουν την παραγωγή των δίσκων τους αλλά και να συναινέσουν σε κάθε είδους υπερβολική απαίτηση των ερμηνευτών, οι καλλιτέχνες καλούνται πλέον να φτιάξουν μόνοι τους τα άλμπουμ τους: συγκεντρώνουν τα τραγούδια τους, βρίσκουν μουσικούς, νοικιάζουν στούντιο, ηχογραφούν και πηγαίνουν στην εταιρεία με το άλμπουμ έτοιμο. «Η παραγωγή ενός δίσκου και η χρηματοδότησή του μετακινήθηκε πλέον -σχεδόν αποκλειστικά- στις πλάτες των καλλιτεχνών», επισημαίνει ο Π. Δραγουμάνος. «Θα μου πείτε, αφού τα 6.000 ή 10.000 ευρώ που θα ξοδέψουν δεν θα τα βγάλουν ποτέ από τις πωλήσεις του άλμπουμ, γιατί μπαίνουν στον κόπο; Η απάντηση είναι απλή: Διότι χωρίς δίσκο και νέα τραγούδια, δεν υπάρχεις στο μουσικό στερέωμα και κυρίως χωρίς κάνα δυο δυνατά σουξέ, οι περισσότεροι δεν θα βρουν ποτέ δουλειά στην πίστα, η οποία τους εξασφαλίζει την οικονομική επιβίωση».
* Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΙΝΓΚΛ
Ενα τραγούδι με ολοκληρωμένη ηχογράφηση, μείξεις, αμοιβές μουσικών κοστολογείται περίπου 1.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, ενώ παλιότερα τα σιγνκλ των 4-5 τραγουδιών κυκλοφορούσαν ως προάγγελοι του επερχόμενου δίσκου, σήμερα έχουν αντικαταστήσει τα άλμπουμ. «Επειδή το 80% των τραγουδιστών πληρώνουν από την τσέπη τους, είναι σαφές ότι δεν έχουν χρήματα για να ηχογραφήσουν 10 ή 12 κομμάτια. Ετσι εμφανίζεται πια το φαινόμενο των δίσκων με 4-5 τραγούδια, αφού τόσο αντέχουν να χρηματοδοτούν. Ολες αυτές οι εκπτώσεις βεβαίως, έχουν αντίκτυπο στην ποιότητα της ηχογράφησης και της ενορχήστρωσης, αφού το βασικό ζητούμενο είναι το ελάχιστο κόστος, συχνά και το τζάμπα», συνεχίζει ο Π. Δραγουμάνος.
Ριγμένοι, βέβαια, παραμένουν σε αυτό το θολό τοπίο και οι μουσικοί. Δεδομένου ότι οι τραγουδιστές βάζουν από την τσέπη τους χρήματα, έχει καταργηθεί κάθε έννοια κασέ. Παλαιότερα, τα μέλη μιας ορχήστρας ήξεραν πως η αμοιβή τους θα εξαρτηθεί από τις ώρες που θα απασχοληθούν στο στούντιο. Σήμερα άλλοι τους πιάνουν στο φιλότιμο, άλλοι δεν τους πληρώνουν ποτέ κι άλλοι κάνουν εξαντλητικά παζάρια. Υπάρχει και πιο πονηρή μέθοδος: «Ελα να παίξεις δωρεάν στο δίσκο μου κι όταν κλείσω εμφανίσεις, θα σε πάρω μαζί μου και θα έχεις ένα αξιοπρεπές μεροκάματο».
Κι αφού οι δίσκοι δεν πουλάνε, οι εταιρείες βρήκαν άλλο τρόπο να βγάζουν χρήματα αλλά και να παραμένουν στενά συνδεδεμένες με τους καλλιτέχνες τους: Οι συναυλίες αλλά και οι εμφανίσεις του τραγουδιστή σε ένα κέντρο είναι σε στείρες περιόδους ένα πολύ καλό εισόδημα. «Πράγματι, η δισκογραφία εμπεριέχει πια στην δραστηριότητά της και τις συναυλίες. Αγκαλιάζει πλέον τους καλλιτέχνες μ' έναν διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι το παρελθοντικό δούναι και λαβείν που περιοριζόταν στην κυκλοφορία μιας δισκογραφικής δουλειάς και την προώθησή της. Εχουμε μια συνολικότερη εικόνα της καλλιτεχνικής τους πορείας. Κι άλλωστε οι συναυλίες αποδεικνύουν πως η μουσική δεν έχει σταματήσει να καταναλώνεται. Ο τρόπος άλλαξε. Η Ελεωνόρα Ζουγανέλη, με μια καριέρα μόλις δύο προσωπικών άλμπουμ, γέμισε με 6.000 άτομα το θέατρο του Βύρωνα» λέει ο Β. Κωνσταντουλάκης.
Ωστόσο, η βασική πηγή εσόδων μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας παραμένει η στενή συνεργασία με τις εφημερίδες, δηλαδή τα λεγόμενα premium άλμπουμ, τα οποία για πολλούς έχουν μερίδιο ευθύνης για την απαξίωση των CDs και την κατάρρευση της δισκογραφίας. «Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι μόνες εταιρείες που διασώζονται είναι εκείνες με πλούσιο back catalogue, δηλαδή με παλαιό υλικό» λέει ο Πέτρος Δραγουμάνος. «Πριν από αρκετά χρόνια οι άνθρωποι που κινούσαν τα νήματα σε μια δισκογραφική ήταν οι καλοί παραγωγοί και οι άνθρωποι που είχαν διορατικότητα στην ανεύρεση νέων ταλέντων. Σήμερα, οι εταιρείες κρατιούνται από ανθρώπους με γνώση και εμπειρία που μπορούν να γεννούν ιδέες και να πουλάνε το ίδιο ρεπερτόριο με διαφορετικούς, ευφάνταστους τρόπους. Αν, για παράδειγμα, δεις σε μια εφημερίδα μια προσφορά με τίτλο "Τα καλύτερα τραγούδια του Λευτέρη Παπαδόπουλου", σε μια άλλη μια δεύτερη "Τα καλύτερα του Σταύρου Κουγιουμτζή" και σε ένα περιοδικό μια τρίτη με τα "Καλύτερα του Γιώργου Νταλάρα", είναι πολύ πιθανό να περιέχουν πολλά ίδια τραγούδια. Ομως, η εταιρεία το έχει πουλήσει με τρεις διαφορετικούς τρόπους και έχει εισπράξει χρήματα από τρία διαφορετικά έντυπα».
* ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΝΕΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ;
Και όμως υπάρχουν. Τόλμησαν να προσεγγίσουν το νεανικό κοινό - σε αντίθεση με τις πολυεθνικές που το θεωρούν «καμένο χαρτί», πιστεύοντας ότι δεν αγοράζει, αλλά «κατεβάζει» μουσικές. Σε ό,τι αφορά το ρεπερτόριό τους, ειδικεύτηκαν, αγκάλιασαν τους καλλιτέχνες εκείνους που οι πολυεθνικές απαξίωναν, αναζήτησαν και ανακάλυψαν ταλέντα μέσα από το δυναμικό του Ιντερνετ.
«Η ιστορία διεθνώς δείχνει ότι οι μικρές ετικέτες αναπτύσσονταν μέχρι του σημείου να αποτελέσουν στόχο εξαγοράς από μια μεγαλύτερη εταιρεία, η οποία λόγω όγκου και μακροοικονομικών στοιχείων είχε καλύτερη πρόσβαση στην τράπεζα για δάνεια, στους ειδικούς νομικούς για να την απαλλάξουν από βαριά φορολογία -μεταφέροντας την έδρα της σε παραδείσια νησιά. Με αυτούς τους τρόπους συσπειρώθηκε ένα μεγαλύτερο κομμάτι διανομής και έλεγχαν τους κανόνες της αγοράς. Τα στοιχεία που διαφοροποιούν μια πολυεθνική από μια μικρότερη εταιρεία είναι δύο: το κόστος του χρήματος και ο "έλεγχος" της αγοράς από τη μεριά των πρώτων και η δημιουργική μανία σε σημείο αυτοκαταστροφής από την πλευρά των δεύτερων» λέει ο Πάνος Θεοφανέλλης δημιουργός της Archangel.
Από την εταιρεία του κυκλοφορούν τα άλμπουμ της Μόνικας, συγκροτημάτων όπως οι Gad, Ρόδες, My Wet Calvin κ.ά. Εκτός, όμως, από το νέο αίμα της εγχώριας alternative σκηνής, δισκογραφικές σαν την Archangel και την Inner Ear συχνά αποτελούν ιδανικό τόπο δημιουργίας και για καταξιωμένους καλλιτέχνες, οι οποίοι είτε βαρέθηκαν την ψυχρή αντιμετώπιση των πολυεθνικών είτε δυσαρεστήθηκαν από τη συνεργασία τους. Για παράδειγμα οι τελευταίοι δίσκοι του Παύλου Παυλίδη και των Xaxakes βγήκαν από την Archangel, ενώ η Inner Ear φιλοξενεί πια τον Φοίβο Δεληβοριά, τη Λένα Πλάτωνος και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Στην εποχή της προχειρότητας, η τελευταία φιλοξενεί στον κατάλογό της φιλόδοξες παραγωγές από το χώρο της indie και electro σκηνής, προσέχει την εικαστική πλευρά των άλμπουμ της, κυκλοφορεί βινύλια, πληρώνει και κάποιες παραγωγές. «Στην Inner Ear με τιμούν, γιατί θεωρούν ότι δημιουργώ έργο. Ηχογραφώ αυτά τα κομμάτια εδώ κι ένα χρόνο. Για μια πολυεθνική, αυτό θα ήταν αδιανόητο» μας είχε πει ο Φοίβος Δεληβοριάς. «Επίσης αισθάνομαι ότι μπορώ να πιω έναν καφέ με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της εταιρείας. Δεν μπορούσα να με βλέπω πια στο ίδιο ράφι με τραγουδιστές με τους οποίους δεν είχα τίποτα κοινό».
Σήμερα, έχοντας ξεπεράσει την αβεβαιότητα των πρώτων ετών, οι «εναλλακτικές» εταιρείες αναζητούν πλεόν έσοδα και από τις παραγωγές συναυλιών. «Αναζητήσαμε τρόπους για να αντεπεξέλθουμε στη συνολική ανάγκη έκθεσης των καλλιτεχνών μας. Μία από αυτές τις πρωτοβουλίες ήταν και η καθιέρωση φεστιβάλ όπως το Ark Festival» λέει ο Π. Θεοφανέλλης.
Δηλαδή, κάνουν πλέον ό,τι και οι πολυεθνικές; «Εμείς το κάνουμε με μεγαλύτερη επιτυχία, διότι όσο μεγαλύτερος είναι κανείς τόσο περισσότερο κινδυνεύει στη φουρτούνα. Οπως δεν μπορείς εύκολα να μετακινηθείς στο κέντρο μιας πόλης με φορτηγό, άλλο τόσο δύσκολα μπορεί ένας μεγάλος πολυεθνικός όμιλος να είναι ευέλικτος στις απότομες αλλαγές» προσθέτει. «Δεν είναι τυχαίο πως καμία πολυεθνική δεν πέτυχε στο χώρο των εκδηλώσεων. Αργησαν να μπουν, καθυστερούν να βάλουν τα χέρια τους στην φωτιά -καθότι είναι υπάλληλοι και όχι επιχειρηματίες- και κυρίως αναγκάζονται να αγοράσουν ακριβά τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι κατά τόπους παράγοντες που διακρίνονται στο χώρο των εκδηλώσεων. Τρανή απόδειξη αποτελεί η "ανάποδη" κίνηση της "Live Nation" να προσφέρει και δισκογραφικά συμβόλαια στους καλλιτέχνες που εκπροσωπεί στις συναυλίες. Το εισόδημα από τη δισκογραφία ήταν και είναι ελάχιστο σε σχέση με αυτό από τις εκδηλώσεις».
enet