Oλες οι ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους από το 1914 έως και σήμερα, καταγεγραμμένες κατ' έτος.
http://www.cinemaellenik.gr/katalogos.html
Σάββατο 29 Αυγούστου 2009
Οι 15 καλύτερες ταινίες τρόμoυ πoυ δεν είδατε πoτέ
Images (1972) / του Ρόμπερτ Ολτμαν
Αν νομίζατε πως ο Κιούμπρικ με τη «Λάμψη» και ο Πολάνσκι με την «Αποστροφή» είπαν την τελευταία λέξη πάνω στο πώς αποτυπώνεται στο σελιλόιντ η πορεία προς τη σχιζοφρένεια, ο Ρόμπερτ Ολτμαν συμπληρώνει την απόλυτα παρανοϊκή τριάδα με μια από τις πιο άδικα ξεχασμένες ταινίες του. Ενα ανώνυμο τηλεφώνημα είναι η αφορμή για μια συγγραφέα παιδικών βιβλίων (σε voice over η Σουζάνα Γιορκ αφηγείται αποσπάσματα από το δικό της βιβλίο «Ιn Search Of Unicorns») να χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και να έρθει αντιμέτωπη με τους άνδρες της ζωής της (ζωντανούς ή νεκρούς!) και πολλαπλές όψεις της προσωπικότητάς της, σε μια βουτιά χωρίς επιστροφή στο ταραγμένο υποσυνείδητό της.
Η συγκλονιστική ερμηνεία της Σουζάνα Γιορκ (βραβείο στο φεστιβάλ Καννών) μας κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί δεν βρίσκεται ανάμεσα στους μεγάλους σταρ της εποχής της, ο Τζον Γουίλιαμς υπογράφει το πιο πειραματικό και συναρπαστικό σάουντρακ της πληθωρικής καριέρας του και ο Ολτμαν αξιοποιεί στο έπακρο το ιρλανδικό τοπίο και την out of focus αισθητική που καθιέρωσε στα 70s, θολώνοντας ακόμη περισσότερο τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Για χρόνια η εταιρία Columbia υποστήριζε ότι η τελευταία κόπια της ταινίας είχε καταστραφεί. Τώρα πια δεν έχετε καμία δικαιολογία για να μην ανακαλύψετε αυτό το αξέχαστο πορτρέτο γυναικείας ψύχωσης.
Long Weekend ( 1978 ) /Του Κόλιν Εγκλεστον
Ο Πίτερ έχει κανονίσει ένα σαββατοκύριακο για κάμπινγκ σε μία ειδυλλιακή απομονωμένη παραλία «δίπλα σε ένα σφαγείο». Η Μάρσια θα προτιμούσε διακοπές στην άνετη σουίτα ενός ακριβού ξενοδοχείου, αλλά θα ακολουθήσει τελικά τον Πίτερ κάνοντας μία τελευταία απεγνωσμένη κίνηση να σώσει το γάμο της. Και αν ισχύει πως ό,τι ξεκινάει στραβά, δεν μπορεί παρά να συνεχίσει χειρότερα, το ίδιο βράδυ που ταξιδεύουν ο Πίτερ θα σκοτώσει ένα καγκουρό που μοιάζει χαμένο στη μέση του δρόμου και σε μία έξαρση αδιαφορίας και αγριότητας θα το πατήσει, συνεχίζοντας τον δρόμο του. Το επόμενο πρωί θα βρεθούν ως άλλοι πρωτόπλαστοι σε έναν πραγματικό επίγειο παράδεισο. Μόνοι. Προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί το φαγητό τους πέφτει θύμα επιδρομής σκουληκιών, γιατί ένας θηλυκός αετός επιτίθεται στον Πίτερ, γιατί η φύση μοιάζει διαρκώς να τους εκδικείται για κάθε μία από τις στιγμές του εγωισμού και της κακίας τους.
Απόκληρο τέκνο της παράδοσης του Αυστραλιανού ανεξάρτητου κινηματογράφου των τελών της δεκαετίας του 70, ο Εγκλεστον αντλεί το σασπένς από τα «Πουλιά» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, την απόκοσμη ομορφιά του από το «Walkabout» του Νίκολας Ρεγκ, την «αποκαλυπτική» του ατμόσφαιρα από «Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων» του συμπατριώτη Πίτερ Γουίαρ σε ένα ελλειπτικό, ενοχλητικό και μηδενιστικό οικολογικό μανιφέστο. Που το πιο τρομακτικό του σημείο είναι η στιγμή που σε αναγκάζει να κοιτάξεις κατάματα την ολοκληρωτική αποκτήνωση σου που -όσο και αν εσύ πιστεύεις ότι έχεις ξεπεράσει ως υπάκουο μέλος του δυτικού πολιτισμού- θα πληρώσεις τελικά με ό,τι πιο πολύτιμο έχεις.
(Φέτος θα δούμε το remake της ταινίας)
The Shout ( 1978 ) / Του Γιέρζι Σκολιμόφσκι
Ακατάταχτη σε σημείο που καταντά ενοχλητική, η καλύτερη ταινία της βρετανικής περιόδου του «αποστάτη» Πολωνού Γιέρζι Σκολιμόφσκι (πρώην σεναριακός συνεργάτης των Αντρέι Βάιντα και Ρομάν Πολάνσκι και σκηνοθέτης της καταπληκτικής «Εγκατάλειψης») θα μπορούσε να οριστεί ως κάτι ανάμεσα σε μεταφυσικό θρίλερ και εσωστρεφή αλληγορία που κρατά τις απαντήσεις για τον εαυτό της. Μόνο που τελικά είναι κάτι άλλο και αυτό το «κάτι» μπορεί να σε στοιχειώνει για χρόνια μετά από την πρώτη φορά που η «Κραυγή» θα ηχήσει στα αυτιά σου. Οπότε, ίσως είναι πιο φρόνιμο να συνεχίσεις να αγνοείς την εν λόγω ταινία.
Διότι τι έχει να σου προσφέρει η αφήγηση ενός τρόφιμου ψυχιατρείου, που ισχυρίζεται ότι η κραυγή του διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις; Πόσο σε ενδιαφέρουν οι περιπλοκές ενός μουσικού, της γυναίκας του και ενός μαυροφορεμένου άντρα, που περιπλανιούνται ανάμεσα σε καθρέφτες, νεκροταφεία, αχανείς άδειες εκτάσεις και ένα μοντάζ-ηλεκτροσόκ που θυμίζει έντονα τις τεχνικές του Νίκολας Ρεγκ;
Προς τι αυτή η ανησυχητική, παγανιστική 70s ατμόσφαιρα που θυμίζει άλλοτε το θρίλερ «Τhe Wicker Μan» και άλλοτε πίνακα του Φράνσις Μπέικον που άξαφνα πήρε σάρκα και οστά; Αργά η γρήγορα θα καταλάβεις ότι δεν πρόκειται για τίποτα περισσότερο από ένα «tale told by an idiot, full of sound and fury, and signifying nothing»: ο ορισμός του σαιξπηρικού Μάκβεθ για τη ζωή, δηλαδή, που θα ακουστεί και στο φινάλε του αριστουργήματος του Σκολιμόφσκι, μιας σπουδής ακριβώς πάνω στο τίποτα. Ή μήπως όχι;
The Innocents (1961) / του Τζακ Κλέιτον
Μία εύθραυστη ψυχολογικά γκουβερνάντα που πιστεύει ότι τα δυο μικρά παιδιά που ανέλαβε να φροντίσει έχουν στοιχειωθεί από τα φαντάσματα δυο διεφθαρμένων ενηλίκων. Το επιβλητικό βικτοριανό χτίσμα του 19ου αιώνα με την ήσυχη λίμνη και τα πολλά παράθυρα που κοιτάζουν τη νύχτα προς τις όχθες. Η ομίχλη και ο άνεμος που συνθέτουν κάθε βράδυ το πιο ανατριχιαστικό τραγούδι.
Ο άντρας με τα σατανικά μάτια που σε αντικρίζει από ψηλά. Η θλιμμένη, μαυροντυμένη σιλουέτα μιας γυναίκας μέσα στη βροχή. Ενα απόκοσμο πρόσωπο στο παράθυρο, μέσα από το σκοτάδι. Μια παλιά αινιγματική φωτογραφία καταχωνιασμένη σε ένα μικρό μουσικό κουτί στη σοφίτα. Ενα ανατριχιαστικό νανούρισμα. Φωνές σε άδεια δωμάτια. Πνιχτά γέλια και αναστεναγμοί έξω από την πόρτα. Πνεύματα που δεν λένε να βρουν τον δρόμο τους προς τον κόσμο των νεκρών. Η φλόγα ενός κεριού που ξαφνικά σβήνει. Και μια παιδική φωνή που κρύβει μέσα της τα πάντα και τίποτα: «Ηταν μόνο ο άνεμος, αγαπητή μου» ψιθυρίζει στην τρομαγμένη του γκουβερνάντα. «Αυτός έσβησε το κερί...»
Μερικές ταινίες δεν περιγράφονται με λόγια. Μπορείς μόνο να ανατρέξεις στις εικόνες τους. Διασκευάζοντας εκπληκτικά το «Στρίψιμο Της Βίδας» του Χένρι Τζέιμς, από ένα έξοχο σενάριο του Τρούμαν Καπότε, το αριστούργημα του Τζακ Κλέιτον είναι μια τέτοια περίπτωση ταινίας. Μια ιστορία φαντασμάτων που στοιχειώνει πρωτίστως εσένα. Οσο ανεπανόρθωτα στοίχειωσε την ηρωίδα της.
The Black Cat (1934) / του Εντγκαρ Ούλμερ
Με μια πρώτη ματιά, το αλλόκοτο μπαρόκ δημιούργημα του Ούλμερ μοιάζει με κακοφωνία και μαζί με απάτη. Η πλοκή φλερτάρει επικίνδυνα με την ασυναρτησία, κάθε αίσθηση τρόμου υπονομεύεται από την εντύπωση ότι στην ταινία συμβαίνουν πολλά περισσότερα από τα όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας και η σχέση του φιλμ με τον Εντγκαρ Αλαν Πόε που επικαλείται το σενάριο ως λογοτεχνική πηγή, μοιάζει ανύπαρκτη. Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως, ολόκληρη η ταινία μοιάζει διαποτισμένη από την ίδια διαστροφή και νοσηρότητα που χαρακτήρισαν τη μυθιστοριογραφία του συγγραφέα, καταφέρνοντας να φυγαδεύσει κάτω από τα παραξενεμένα μάτια των θεατών του 30 έννοιες ανήκουστες για την εποχή, όπως τη σατανολατρεία, τον αρρωστημένο φετιχισμό, την παιδεραστία, τη νεκροφιλία, τη σαδιστική εκδίκηση.
Σε ένα σπίτι που μοιάζει με αρτ ντεκό μαυσωλείο, ένα ζευγάρι αθώων γίνεται μάρτυρας και συμμέτοχος της μέχρις εσχάτων αναμέτρησης ανάμεσα σε έναν επιστήμονα ανεπανόρθωτα σημαδεμένο από τον πόλεμο (Μπέλα Λουγκόζι) κι έναν αρχιτέκτονα που υπηρετεί τον διάβολο (Μπόρις Καρλόφ). Το σπίτι είναι χτισμένο επάνω σε ένα νεκροταφείο πεσόντων του πολέμου, το υπόγειο κρύβει βαλσαμωμένα πτώματα γυναικών τοποθετημένα σε γυαλί, η σατανική σέκτα ετοιμάζεται για ανθρωποθυσία τα μεσάνυχτα και το φινάλε περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα το γδάρσιμο με μαχαίρι ενός αντρικού προσώπου. Προσελκύοντας τα πλήθη χάρη στο δελεαστικό σμίξιμο των δυο δημοφιλέστερων τότε ηθοποιών τρόμου, η «Μαύρη Γάτα» εντυπωσιάζει μέχρι σήμερα. Οχι επειδή εξακολουθεί να προκαλεί ένα αόριστο συναίσθημα ανασφάλειας στον θεατή. Αλλά επειδή με το ονειρικό της κλίμα, τον διφορούμενο ερωτισμό, το μακάβριο πνεύμα της συνθέτει ένα τραγούδι θανάτου με ερμηνευτές δυο ζωντανούς νεκρούς. Θυμίζοντας ότι ο πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται πάντοτε στα όσα λέγονται και δείχνονται. Βρίσκονται σε όλα όσα θεωρήθηκε δόκιμο να αποσιωπηθούν
Daughters Of Darkness (1971) / του Χάρι Κιούμελ
Ενα έρημο ξενοδοχείο στο out of season παραθαλάσσιο θέρετρο της Οστένδης. Ενα νιόπαντρο ζευγάρι που κρύβει ακατονόμαστα μυστικά. Μία μυστηριώδης γυναίκα με μια υπάκουη βοηθό και ανεξήγητα αγέραστο πρόσωπο. Αυτά χρειάστηκε ο Χάρι Κιούμελ για να απογειώσει ό,τι προοριζόταν ως ένα ακόμη λεσβιακό, soft porn, βαμπιρικό φιλμ του σωρού, σε ένα αποπνιχτικό παιχνίδι εξουσίας, εξάρτησης και εκμετάλλευσης. Με ελάχιστα μέσα και αλάνθαστο ένστικτο για μεγαλειώδεις σκηνές μπαρόκ παρακμής ο Κιούμελ τοποθετεί τον τρόμο όχι στις μικρές εκρήξεις ψεύτικου αίματος αλλά στους υπαινικτικούς διαλόγους, τις ανομολόγητες διαστροφές και τα σαδομαζοχιστικά πάθη των τεσσάρων πρωταγωνιστών.
Τα υπόλοιπα τα αφήνει στη θεϊκή Ντελφίν Σεϊρίγκ που ως κόμισσα Ελίζαμπεθ Μπατόρι υπνωτίζει με την ανησυχητικά καθησυχαστική φωνή της τους ανυποψίαστους νεόνυμφους και τους θεατές, απλώνοντας τα δίχτυα της σαν δηλητηριώδης αράχνη. Ο θρύλος ήθελε την Μπατόρι να λούζεται στο αίμα εκατοντάδων παρθένων για να διατηρήσει τη νεότητά της. Στην ταινία η Σεϊρίγκ προτιμά να τρέφεται με την ηδονή της αποπλάνησης, ερμηνεύοντας το ρόλο της με μνήμες από την παρουσία της στο «Πέρσι Στο Μάριενμπαντ»: σαν ένα τέρας με τη μορφή της απόλυτης πλανεύτρας του σινεμά του φανταστικού. Χωρίς να ξεχνά τις καταβολές του, το «Daughters Of Darkness» φλερτάρει με τα kinky και camp στοιχεία που ταλάνιζαν την πλειοψηφία των ευρωπαίων horror παραγωγών των 70s, παραμένει όμως μέχρι το τέλος ένα υπέρκομψο, σαγηνευτικό δημιούργημα που τολμά και καταργεί τους ίδιους τους μύθους από τους οποίους προέρχεται.
Blood And Black Lace (1964) / του Μάριο Μπάβα
Η μητέρα όλων των slasher ταινιών κατάγεται από την Ιταλία, φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του σπουδαιότερου θρίλερ μαέστρου στο ευρωπαϊκό σινεμά και αποτελεί την πιο ηδονικά απολαυστική ταινία του. Εστω κι αν δεν κατάφερε ποτέ να απολαύσει τη φήμη και τον σεβασμό που συνοδεύουν την προγενέστερη και κλασική πλέον «Μάσκα Του Δαίμονα». Βυθίζοντας εξαρχής τα πάντα σε μια εκθαμβωτική τεχνικολόρ δεξαμενή, ο Μάριο Μπάβα απομακρύνεται από τον κόσμο του ρεαλιστικού για να συνθέσει ένα οπερετικό θρίλερ στο οποίο κάθε σκηνή μετρά και κάθε απεικόνιση φόνου αποτελεί κι ένα μικρό αριστούργημα, καθώς μια σειρά από θηλυκά μοντέλα πέφτουν νεκρά από το γαντοφορεμένο χέρι ενός αθέατου σαδιστή δολοφόνου.
Πλοκή και χαρακτήρες παραχωρούν διακριτικά τη θέση τους μπροστά σε μια γνήσια αποθέωση του στυλ και της σκηνοθεσίας με τα οποία ο Μπάβα γιορτάζει τις πανούργες δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου. Συλλαμβάνοντας τα πάντα με ένα διεστραμμένο κέφι που γίνεται σύντομα μεταδοτικό, το «Αίμα Και Μαύρη Δαντέλα» μπορεί να μην σημαίνει τίποτα απολύτως σε εκείνη τη μερίδα των θεατών που απεχθάνονται τις επιδείξεις ύφους έναντι της όποιας πλοκής. Κρίμα, γιατί με αυτό τον τρόπο θα έχουν παρεξηγήσει κατάφωρα μια από τις σπάνιες φορές του σινεμά όπου το στυλ είναι η ουσία.
Η μητέρα όλων των slasher ταινιών κατάγεται από την Ιταλία, φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του σπουδαιότερου θρίλερ μαέστρου στο ευρωπαϊκό σινεμά και αποτελεί την πιο ηδονικά απολαυστική ταινία του. Εστω κι αν δεν κατάφερε ποτέ να απολαύσει τη φήμη και τον σεβασμό που συνοδεύουν την προγενέστερη και κλασική πλέον «Μάσκα Του Δαίμονα». Βυθίζοντας εξαρχής τα πάντα σε μια εκθαμβωτική τεχνικολόρ δεξαμενή, ο Μάριο Μπάβα απομακρύνεται από τον κόσμο του ρεαλιστικού για να συνθέσει ένα οπερετικό θρίλερ στο οποίο κάθε σκηνή μετρά και κάθε απεικόνιση φόνου αποτελεί κι ένα μικρό αριστούργημα, καθώς μια σειρά από θηλυκά μοντέλα πέφτουν νεκρά από το γαντοφορεμένο χέρι ενός αθέατου σαδιστή δολοφόνου.
Πλοκή και χαρακτήρες παραχωρούν διακριτικά τη θέση τους μπροστά σε μια γνήσια αποθέωση του στυλ και της σκηνοθεσίας με τα οποία ο Μπάβα γιορτάζει τις πανούργες δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου. Συλλαμβάνοντας τα πάντα με ένα διεστραμμένο κέφι που γίνεται σύντομα μεταδοτικό, το «Αίμα Και Μαύρη Δαντέλα» μπορεί να μην σημαίνει τίποτα απολύτως σε εκείνη τη μερίδα των θεατών που απεχθάνονται τις επιδείξεις ύφους έναντι της όποιας πλοκής. Κρίμα, γιατί με αυτό τον τρόπο θα έχουν παρεξηγήσει κατάφωρα μια από τις σπάνιες φορές του σινεμά όπου το στυλ είναι η ουσία.
Mad Love (1935) / Του Καρλ Φρόιντ
Απ όλες τις κλασικές ταινίες που μας χάρισε η χρυσή δεκαετία του φανταστικού στην Αμερική, το γκραν γκινιόλ αριστούργημα του κορυφαίου διευθυντή φωτογραφίας του γερμανικού εξπρεσιονισμού (συνεργάτη μεταξύ άλλων των Φριτς Λανγκ, Ντράγιερ και Μουρνάου) είναι η πιο παραγνωρισμένη. Ισως επειδή τα «Χέρια Του Ορλακ» του Μορίς Ρενάρ, η λογοτεχνική πηγή στην οποία βασιζόταν δεν είχε την απήχηση του «Δράκουλα» και του «Φρανκενστάιν», ίσως πάλι επειδή ήταν πολύ πιο φορτισμένη σεξουαλικά. Ενας διακεκριμένος χειρουργός ερωτεύεται μια ηθοποιό. Οταν τα χέρια του πιανίστα συζύγου της κατακρεουργούνται σε ένα ατύχημα, του μεταμοσχεύει τα χέρια ενός δολοφόνου και χειρίζεται την μετατραυματική κατάστασή του προκειμένου να κερδίσει την απελπισμένη γυναίκα.
Οσο κλισέ κι αν ακούγεται με τα σημερινά δεδομένα και τους εκατοντάδες παρανοϊκούς επιστήμονες που παρέλασαν από τότε στη μεγάλη οθόνη, ο Δρ. Γκογκόλ δεν είναι ακόμη ένας από αυτούς. Είναι τραγικό θύμα μιας παράφορης αγάπης δίχως ανταπόκριση, μια από τις πιο συγκινητικές και την ίδια στιγμή νοσηρές περιπτώσεις «τρελού έρωτα». Στο ρόλο που θα τον στοίχειωνε την υπόλοιπη καριέρα του, ο Πίτερ Λόρε τον υποδύεται ντελιριακά, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα συμπάθειας, οίκτου και αποστροφής. Η λατρεία με την οποία κοιτά το κέρινο ομοίωμα της γυναίκας που τον σιχαίνεται είναι τρομακτική γιατί κατά βάθος είναι δίχως όρια ρομαντική. Και μέσα στο γοτθικό σκηνικό που ο ίδιος έχει στήσει μετατρέπεται σε μια αλαζονική ιδιοφυϊα που αυτοκαταστρέφεται από τη μοναδική του αδυναμία.
Witchfinder General ( 1968 ) / του Μάικλ Ριβς
Ηταν λογικό για την εποχή, τον συντηρητισμό των Βρετανών λογοκριτών και τις περιορισμένες αντοχές ακόμη και των πιο «εναλλακτικών» κριτικών να οδηγηθεί το «ανοσιούργημα» του μόλις 25 ετών Μάικλ Ριβς οριστικά στο περιθώριο. Εκεί που καταλήγουν αργά ή γρήγορα όλες οι μεμονωμένες θαρραλέες προσπάθειες που χρησιμοποιούν τον τρόμο ωμά, από μία ανάγκη λες να καταδείξουν μονομιάς και όσο πιο σαδιστικά μπορούν την σκοτεινή πλευρά της όποιας Ιστορίας. Βασισμένο στον φανταστικό βίο του δικηγόρου Μάθιου Χόπκινς, ενός κυνηγού μαγισσών του 17ου αιώνα γνωστού με το όνομα «Witchfinder General», ο Ριβς ζωντανεύει τον μεσαίωνα και τα ανθρώπινα βασανιστήρια «στο όνομα του πατριωτισμού» κατασκευάζοντας μία εφιαλτική και διαρκώς επίκαιρη παραβολή πάνω στον σεξουαλικό σκοταδισμό και την ηδονή της εξουσίας.
Με ηχηρό σάουντρακ τις κραυγές των γυναικείων θυμάτων και κεντρική πηγή ανησυχίας την επιβλητική φιγούρα του Βίνσεντ Πράις στον ρόλο του Χόπκινς να υπενθυμίζει τις γοτθικές καταβολές του εγχειρήματος - στην Αμερική η ταινία κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Τhe Conqueror Worm» για να συνδεθεί με το ομώνυμο ποίημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Περισσότερο, τελικά, ένα πολιτικό θρίλερ και όχι ένα καθαρόαιμο προϊόν κινηματογραφικού τρόμου, το «Witchfinder General» θα αποκτούσε τις θρυλικές του διαστάσεις μετά τον πρόωρο θάνατο του δημιουργού του από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών ένα χρόνο αργότερα. Εχοντας, ωστόσο, κερδίσει ήδη από τις πρώτες επεισοδιακές προβολές του τα εύσημα του κλασικού βρετανικού τρόμου.
The Vanishing ( 1988 ) / του Τζορτζ Σλούιζερ
Μια μικρή, ολλανδική παραγωγή ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 80 από το πουθενά για να τρομοκρατήσει το art house κοινό, ζωντανεύοντας μερικές από τις πιο αφόρητες ανθρώπινες φοβίες. Περισσότερο ψυχολογικό θρίλερ παρά ταινία τρόμου αλλά με μια σχεδόν αβάσταχτη, κλιμακούμενη ένταση που το είδος σπάνια επιδεικνύει, το «Τhe Vanishing» έγινε ένα μικρό hit που απομυθοποιήθηκε λίγο αργότερα από το αμερικανικό ριμέικ του ίδιου σκηνοθέτη με πρωταγωνιστή τον Τζεφ Μπρίτζες. Τρία χρόνια μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση της κοπέλας του κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους, ένας νεαρός αναζητά ακόμη απεγνωσμένα οτιδήποτε θα τον κάνει να κατανοήσει την τραγωδία που διέλυσε τη ζωή του. Ο μόνος όμως που μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματά του είναι ο υπεύθυνος για την όποια τύχη της κοπέλας: ένας φαινομενικά φιλήσυχος οικογενειάρχης καθηγητής.
Χωρίς βίαιες εξάρσεις, αλλά με χειρουργική ακρίβεια ο Σλούιζερ ανατέμνει τη φύση της εμμονής των δύο αντιπάλων και εγκαταλείπει με σιγουριά κάθε κλισέ στην κινηματογραφική απεικόνιση των κατά συρροή δολοφόνων. Ταυτόχρονα καταγράφει πειστικά τόσο την ηλιόλουστη και ανέμελη ευτυχία που φευγαλέα βιώνεις στην αρχή του φιλμ όσο και την ανελέητη αγωνία που ακολουθεί, με αποτέλεσμα η αντιπαράθεσή τους να γίνεται ακόμη πιο τραγική. Σταδιακά η ανησυχία μετατρέπεται σε βεβαιότητα ότι αυτό που φαντάζεσαι ωχριά μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα. Τίποτα όμως δεν σε προετοιμάζει για το σοκαριστικό, εφιαλτικό φινάλε που σε αφήνει σε μια κατάσταση βαθιάς απελπισίας που θα αργήσεις πολύ να ξεπεράσεις.
Ηταν λογικό για την εποχή, τον συντηρητισμό των Βρετανών λογοκριτών και τις περιορισμένες αντοχές ακόμη και των πιο «εναλλακτικών» κριτικών να οδηγηθεί το «ανοσιούργημα» του μόλις 25 ετών Μάικλ Ριβς οριστικά στο περιθώριο. Εκεί που καταλήγουν αργά ή γρήγορα όλες οι μεμονωμένες θαρραλέες προσπάθειες που χρησιμοποιούν τον τρόμο ωμά, από μία ανάγκη λες να καταδείξουν μονομιάς και όσο πιο σαδιστικά μπορούν την σκοτεινή πλευρά της όποιας Ιστορίας. Βασισμένο στον φανταστικό βίο του δικηγόρου Μάθιου Χόπκινς, ενός κυνηγού μαγισσών του 17ου αιώνα γνωστού με το όνομα «Witchfinder General», ο Ριβς ζωντανεύει τον μεσαίωνα και τα ανθρώπινα βασανιστήρια «στο όνομα του πατριωτισμού» κατασκευάζοντας μία εφιαλτική και διαρκώς επίκαιρη παραβολή πάνω στον σεξουαλικό σκοταδισμό και την ηδονή της εξουσίας.
Με ηχηρό σάουντρακ τις κραυγές των γυναικείων θυμάτων και κεντρική πηγή ανησυχίας την επιβλητική φιγούρα του Βίνσεντ Πράις στον ρόλο του Χόπκινς να υπενθυμίζει τις γοτθικές καταβολές του εγχειρήματος - στην Αμερική η ταινία κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Τhe Conqueror Worm» για να συνδεθεί με το ομώνυμο ποίημα του Εντγκαρ Αλαν Πόε. Περισσότερο, τελικά, ένα πολιτικό θρίλερ και όχι ένα καθαρόαιμο προϊόν κινηματογραφικού τρόμου, το «Witchfinder General» θα αποκτούσε τις θρυλικές του διαστάσεις μετά τον πρόωρο θάνατο του δημιουργού του από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών ένα χρόνο αργότερα. Εχοντας, ωστόσο, κερδίσει ήδη από τις πρώτες επεισοδιακές προβολές του τα εύσημα του κλασικού βρετανικού τρόμου.
The Vanishing ( 1988 ) / του Τζορτζ Σλούιζερ
Μια μικρή, ολλανδική παραγωγή ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 80 από το πουθενά για να τρομοκρατήσει το art house κοινό, ζωντανεύοντας μερικές από τις πιο αφόρητες ανθρώπινες φοβίες. Περισσότερο ψυχολογικό θρίλερ παρά ταινία τρόμου αλλά με μια σχεδόν αβάσταχτη, κλιμακούμενη ένταση που το είδος σπάνια επιδεικνύει, το «Τhe Vanishing» έγινε ένα μικρό hit που απομυθοποιήθηκε λίγο αργότερα από το αμερικανικό ριμέικ του ίδιου σκηνοθέτη με πρωταγωνιστή τον Τζεφ Μπρίτζες. Τρία χρόνια μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση της κοπέλας του κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τους, ένας νεαρός αναζητά ακόμη απεγνωσμένα οτιδήποτε θα τον κάνει να κατανοήσει την τραγωδία που διέλυσε τη ζωή του. Ο μόνος όμως που μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματά του είναι ο υπεύθυνος για την όποια τύχη της κοπέλας: ένας φαινομενικά φιλήσυχος οικογενειάρχης καθηγητής.
Χωρίς βίαιες εξάρσεις, αλλά με χειρουργική ακρίβεια ο Σλούιζερ ανατέμνει τη φύση της εμμονής των δύο αντιπάλων και εγκαταλείπει με σιγουριά κάθε κλισέ στην κινηματογραφική απεικόνιση των κατά συρροή δολοφόνων. Ταυτόχρονα καταγράφει πειστικά τόσο την ηλιόλουστη και ανέμελη ευτυχία που φευγαλέα βιώνεις στην αρχή του φιλμ όσο και την ανελέητη αγωνία που ακολουθεί, με αποτέλεσμα η αντιπαράθεσή τους να γίνεται ακόμη πιο τραγική. Σταδιακά η ανησυχία μετατρέπεται σε βεβαιότητα ότι αυτό που φαντάζεσαι ωχριά μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα. Τίποτα όμως δεν σε προετοιμάζει για το σοκαριστικό, εφιαλτικό φινάλε που σε αφήνει σε μια κατάσταση βαθιάς απελπισίας που θα αργήσεις πολύ να ξεπεράσεις.
Onibaba (1964) / του Κανέτο Σίντο
Ξεχάστε την κλισέ εικόνα της γυναίκας-φάντασμα με τα μακριά μαύρα μαλλιά που μας κληροδότησε το ιαπωνικό σινεμά τρόμου και εξαπολύθηκε σαν λαίλαπα στον υπόλοιπο κόσμο. Το πυρετικό δημιούργημα του Κανέτο Σίντο έχει τις ρίζες του σε μια παλιά βουδιστική παραβολή, αλλά το περιεχόμενο του μακράν απέχει από το να είναι διδακτικό. Μαθητής του Μιζογκούτσι, ο Σίντο σκιαγραφεί τη ζωή μιας γυναίκας και της νύφης της, που ζουν στο περιθώριο της φεουδαρχικής ιαπωνικής κοινωνίας, ενώ μαστίζεται από εμφυλίους. Αποκτηνωμένες, βγάζουν τα προς το ζην δολοφονώντας εξαντλημένους σαμουράι και πουλώντας τις πανοπλίες τους.
Οταν ένας γείτονας επιστρέφει από τη μάχη και ανακοινώνει τον θάνατο του γιου και συζύγου τους, η νεότερη παρασύρεται σε μια ζωώδη σχέση μαζί του. Με φόντο ένα απέραντο, αγριευτικό λιβάδι από καλαμιές σε ανθρώπινο ύψος, ο Σίντο κινηματογραφεί τη σχέση των δύο γυναικών αλλά και το ερωτικό πάθος που γεννιέται στις πιο άγριες συνθήκες, απογυμνωμένα από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα με μοναδικό στόχο την επιβίωση ανεξαρτήτως τιμήματος. Η σαρκική έλξη αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωής και θανάτου ενώ σε ένα παροξυσμικό φινάλε ο Σίντο παντρεύει το σεξ και τον θάνατο σε μια διαβολική συνάντηση που δεν χρειάζεται το μεταφυσικό για να προκαλέσει ανατριχίλες.
Who Can Kill Α Child? (1976) / του Ναρσίσο Ιμπάνεζ Σεραδόρ
Παίρνει ώρα για να συνέλθει κανείς από την παρακολούθηση αυτού του φιλμ. Το υπέγραψε στα μέσα του 70 ένας εμφανώς χαρισματικός δημιουργός από την Ουρουγουάη που έκτοτε δεν έτυχε να σκηνοθετήσει ποτέ ξανά για τον κινηματογράφο. Η ταινία του προέρχεται από μια εποχή πλέον μακρινή για το σινεμά τρόμου (και για ολόκληρο το σινεμά, ίσως) όπου οι ταινίες πειραματίζονταν με τις ανοχές του κοινού, έθεταν σε αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις καθενός θεατή και πετούσαν οποιαδήποτε υποψία καθησυχασμού από το παράθυρο, για να απεικονίσουν την πλήρη και αδιαπραγμάτευτη επικράτηση του Κακού. Κάπως έτσι, ο Σεραδόρ γύριζε την πλάτη στην αντίληψη που θέλει τον πραγματικό φόβο μονίμως συνυφασμένο με το σκοτάδι και με μια απλοϊκή, θρησκευτική αντίληψη περί μεταφυσικού.
Η δική του ιδέα ήταν να αντλήσει τον παραλυτικό τρόμο μέσα στον ήλιο του καλοκαιριού και τις αποχρώσεις του πιο ειδυλλιακού μεσημεριού, όπως χρωματίζουν την εφιαλτική αναμέτρηση ενός ζευγαριού τουριστών με μια ορδή πιτσιρικάδων που έχουν σφαγιάσει όλους τους ενήλικες στο καρτ ποσταλικής ομορφιάς νησί τους. Μέχρι την παγωμένη και μαζί παράξενα απελευθερωτική στιγμή όπου ο ήρωας θα υψώσει ένα γεμάτο αυτόματο όπλο ενάντια σε μια στρατιά παιδιών με αγγελικά πρόσωπα, απαντώντας συνταρακτικά στο ερώτημα του τίτλου, η ταινία έχει μεταμορφώσει το πανέμορφο θέρος συμβολικά και κυριολεκτικά σε κόλαση. Ερμηνείες αξέχαστης αγωνίας και έντασης από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και σκηνές που μπορούν πολύ απλά να σε ισοπεδώσουν κάνουν το ανεξερεύνητο αυτό διαμάντι μια οδυνηρή όσο και αξέχαστη εμπειρία.
The Most Dangerous Game (1932) / των Ερνεστ Μπ. Σέντσακ και Ιρβινγκ Πίτσελ
Απλωμένες σε 63 χορταστικά λεπτά, οι 8.000 περίπου λέξεις του πολυδιασκευασμένου ομώνυμου διηγήματος του Ρίτσαρντ Κόνελ μοιάζουν με την πιο ζοφερή επισήμανση γύρω από τις θέσεις του θύματος και του θύτη που κινηματογραφήθηκε ποτέ. Με επίκεντρο την έτσι κι αλλιώς τραγική διαπίστωση πως «ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ζώο» του όποιου (ανθρώπινου ή ζωικού) βασιλείου, η ιστορία ενός παράφρονα κόμη που απομονωμένος σε ένα ιδιωτικό νησί περνάει τις ώρες του κυνηγώντας ανθρώπινα «θηράματα», εξαργυρώνει οποιαδήποτε τεχνική ατέλεια με μία σχεδόν αποτρόπαια ατμόσφαιρα διαστροφής και μηδενισμού. Από το παραμορφωμένο πρόσωπο του Λέσλι Μπανκς (αποτέλεσμα του πραγματικού του τραυματισμού κατά τη διάρκεια του Α* Παγκοσμίου Πολέμου) στο ρόλο του «κλασικού» κακού Ζαρόφ μέχρι την αριστοτεχνική σεκάνς του «κυνηγιού» μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα (που αργότερα θα χρησιμοποιούταν για τις ανάγκες του πρώτου «Κινγκ Κονγκ» από τον ίδιο τον Σέντσακ), το «Τhe Most Dangerous Game» λειτουργεί πρωτίστως σαν μία τρομακτική παραβολή πάνω στο τέλος του Δυτικού Πολιτισμού.
Σε υποβλητικό ασπρόμαυρο και με τεχνικές κορυφούμενου σασπένς, τρομάζει, όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης αλλά γιατί μετά το τέλος του τίποτα δεν μπορεί να σε διαβεβαιώσει για την «ασυνέπεια του πολιτισμού», όπως ιδανικά αυτή βρίσκει σύμφωνο τον ανυποψίαστο κεντρικό ήρωα και μελλοντικό θύμα των ορέξεων του κόμη. Τα ζώα θα συνεχίζουν να σκοτώνουν για να ζήσουν και αυτό θα αποκαλείται αγριότητα και ο άνθρωπος θα συνεχίζει να σκοτώνει για πλάκα στο όνομα ενός πολιτισμού ερμηνευμένου λάθος από καιρό.
Ξεχάστε την κλισέ εικόνα της γυναίκας-φάντασμα με τα μακριά μαύρα μαλλιά που μας κληροδότησε το ιαπωνικό σινεμά τρόμου και εξαπολύθηκε σαν λαίλαπα στον υπόλοιπο κόσμο. Το πυρετικό δημιούργημα του Κανέτο Σίντο έχει τις ρίζες του σε μια παλιά βουδιστική παραβολή, αλλά το περιεχόμενο του μακράν απέχει από το να είναι διδακτικό. Μαθητής του Μιζογκούτσι, ο Σίντο σκιαγραφεί τη ζωή μιας γυναίκας και της νύφης της, που ζουν στο περιθώριο της φεουδαρχικής ιαπωνικής κοινωνίας, ενώ μαστίζεται από εμφυλίους. Αποκτηνωμένες, βγάζουν τα προς το ζην δολοφονώντας εξαντλημένους σαμουράι και πουλώντας τις πανοπλίες τους.
Οταν ένας γείτονας επιστρέφει από τη μάχη και ανακοινώνει τον θάνατο του γιου και συζύγου τους, η νεότερη παρασύρεται σε μια ζωώδη σχέση μαζί του. Με φόντο ένα απέραντο, αγριευτικό λιβάδι από καλαμιές σε ανθρώπινο ύψος, ο Σίντο κινηματογραφεί τη σχέση των δύο γυναικών αλλά και το ερωτικό πάθος που γεννιέται στις πιο άγριες συνθήκες, απογυμνωμένα από κάθε ανθρώπινο συναίσθημα με μοναδικό στόχο την επιβίωση ανεξαρτήτως τιμήματος. Η σαρκική έλξη αναδεικνύεται σε ζήτημα ζωής και θανάτου ενώ σε ένα παροξυσμικό φινάλε ο Σίντο παντρεύει το σεξ και τον θάνατο σε μια διαβολική συνάντηση που δεν χρειάζεται το μεταφυσικό για να προκαλέσει ανατριχίλες.
Who Can Kill Α Child? (1976) / του Ναρσίσο Ιμπάνεζ Σεραδόρ
Παίρνει ώρα για να συνέλθει κανείς από την παρακολούθηση αυτού του φιλμ. Το υπέγραψε στα μέσα του 70 ένας εμφανώς χαρισματικός δημιουργός από την Ουρουγουάη που έκτοτε δεν έτυχε να σκηνοθετήσει ποτέ ξανά για τον κινηματογράφο. Η ταινία του προέρχεται από μια εποχή πλέον μακρινή για το σινεμά τρόμου (και για ολόκληρο το σινεμά, ίσως) όπου οι ταινίες πειραματίζονταν με τις ανοχές του κοινού, έθεταν σε αμφισβήτηση τις προκαταλήψεις καθενός θεατή και πετούσαν οποιαδήποτε υποψία καθησυχασμού από το παράθυρο, για να απεικονίσουν την πλήρη και αδιαπραγμάτευτη επικράτηση του Κακού. Κάπως έτσι, ο Σεραδόρ γύριζε την πλάτη στην αντίληψη που θέλει τον πραγματικό φόβο μονίμως συνυφασμένο με το σκοτάδι και με μια απλοϊκή, θρησκευτική αντίληψη περί μεταφυσικού.
Η δική του ιδέα ήταν να αντλήσει τον παραλυτικό τρόμο μέσα στον ήλιο του καλοκαιριού και τις αποχρώσεις του πιο ειδυλλιακού μεσημεριού, όπως χρωματίζουν την εφιαλτική αναμέτρηση ενός ζευγαριού τουριστών με μια ορδή πιτσιρικάδων που έχουν σφαγιάσει όλους τους ενήλικες στο καρτ ποσταλικής ομορφιάς νησί τους. Μέχρι την παγωμένη και μαζί παράξενα απελευθερωτική στιγμή όπου ο ήρωας θα υψώσει ένα γεμάτο αυτόματο όπλο ενάντια σε μια στρατιά παιδιών με αγγελικά πρόσωπα, απαντώντας συνταρακτικά στο ερώτημα του τίτλου, η ταινία έχει μεταμορφώσει το πανέμορφο θέρος συμβολικά και κυριολεκτικά σε κόλαση. Ερμηνείες αξέχαστης αγωνίας και έντασης από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και σκηνές που μπορούν πολύ απλά να σε ισοπεδώσουν κάνουν το ανεξερεύνητο αυτό διαμάντι μια οδυνηρή όσο και αξέχαστη εμπειρία.
The Most Dangerous Game (1932) / των Ερνεστ Μπ. Σέντσακ και Ιρβινγκ Πίτσελ
Απλωμένες σε 63 χορταστικά λεπτά, οι 8.000 περίπου λέξεις του πολυδιασκευασμένου ομώνυμου διηγήματος του Ρίτσαρντ Κόνελ μοιάζουν με την πιο ζοφερή επισήμανση γύρω από τις θέσεις του θύματος και του θύτη που κινηματογραφήθηκε ποτέ. Με επίκεντρο την έτσι κι αλλιώς τραγική διαπίστωση πως «ο άνθρωπος είναι το πιο επικίνδυνο ζώο» του όποιου (ανθρώπινου ή ζωικού) βασιλείου, η ιστορία ενός παράφρονα κόμη που απομονωμένος σε ένα ιδιωτικό νησί περνάει τις ώρες του κυνηγώντας ανθρώπινα «θηράματα», εξαργυρώνει οποιαδήποτε τεχνική ατέλεια με μία σχεδόν αποτρόπαια ατμόσφαιρα διαστροφής και μηδενισμού. Από το παραμορφωμένο πρόσωπο του Λέσλι Μπανκς (αποτέλεσμα του πραγματικού του τραυματισμού κατά τη διάρκεια του Α* Παγκοσμίου Πολέμου) στο ρόλο του «κλασικού» κακού Ζαρόφ μέχρι την αριστοτεχνική σεκάνς του «κυνηγιού» μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα (που αργότερα θα χρησιμοποιούταν για τις ανάγκες του πρώτου «Κινγκ Κονγκ» από τον ίδιο τον Σέντσακ), το «Τhe Most Dangerous Game» λειτουργεί πρωτίστως σαν μία τρομακτική παραβολή πάνω στο τέλος του Δυτικού Πολιτισμού.
Σε υποβλητικό ασπρόμαυρο και με τεχνικές κορυφούμενου σασπένς, τρομάζει, όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης αλλά γιατί μετά το τέλος του τίποτα δεν μπορεί να σε διαβεβαιώσει για την «ασυνέπεια του πολιτισμού», όπως ιδανικά αυτή βρίσκει σύμφωνο τον ανυποψίαστο κεντρικό ήρωα και μελλοντικό θύμα των ορέξεων του κόμη. Τα ζώα θα συνεχίζουν να σκοτώνουν για να ζήσουν και αυτό θα αποκαλείται αγριότητα και ο άνθρωπος θα συνεχίζει να σκοτώνει για πλάκα στο όνομα ενός πολιτισμού ερμηνευμένου λάθος από καιρό.
Dead Of Night (1945) /των Ρόμπερτ Χάμερ, Μπέιζιλ Ντίρντεν, Τσαρλς Κράιτον, Αλμπέρτο Καβαλκάντι
Το σινεμά προσπάθησε πολλές φορές μέσα από σπονδυλωτές ιστορίες να αναπαράγει το κλίμα μιας παρέας ανθρώπων που διηγούνται ιστορίες για φαντάσματα και ανεξήγητα φαινόμενα γύρω από μια φωτιά. Ποτέ όμως τόσο επιτυχημένα όσο το «Dead Of Νight» του θρυλικού στούντιο Ealing, υπεύθυνου για μερικές από τις καλύτερες βρετανικές κωμωδίες. Επτά άνθρωποι μαζεμένοι σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό αφηγούνται δυσοίωνες εμπειρίες επαφής τους με το υπερφυσικό. Ενας στοιχειωμένος καθρέφτης, μια ερωτική αντιζηλία που ξεφεύγει από τα όρια, το φάντασμα ενός παιδιού και το κορυφαίο επεισόδιο με τον Μάικλ Ρεντγκρέιβ στο ρόλο ενός εγγαστρίμυθου που καταλαμβάνεται από την προσωπικότητα της κούκλας του, ενώνονται ευφυέστατα σε ένα αμάλγαμα γοτθικού τρόμου, ψυχανάλυσης, εύθραυστης ατμόσφαιρας και ανέλπιστου χιούμορ.
Παρά την ηλικία του, το μακάβριο αυτό γαϊτανάκι διατηρεί ανέπαφη την ονειρική υφή και τη βρετανικότητά του, αποδεικνύοντας ότι ο τρόμος μπορεί να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικός και καλόγουστος. Διόλου τυχαία η επιρροή του σε μετέπειτα ταινίες του είδους από το «Ψυχώ» μέχρι τις τηλεοπτικές σειρές τύπου «Στη Ζώνη Του Λυκόφωτος» και «Ιστορίες Από Την Κρύπτη» υπήρξε μνημειώδης.
The Spiral Staircase (1945) / του Ρόμπερτ Σιόντμακ
Εχοντας χάσει από παιδί τη μιλιά της, η Χέλεν εργάζεται σε ένα βικτοριανό οίκημα, φροντίζοντας τη γηραιά ιδιοκτήτριά του. Η νύχτα όμως έξω από τα σφαλιστά παράθυρα του σπιτιού πέφτει απόψε βαριά. Η καταιγίδα λυσσομανά, παγιδεύοντας τους ενοίκους της οικίας στο εσωτερικό της, δίχως καμιά δυνατότητα επικοινωνίας, δίχως τηλέφωνο, δίχως ρεύμα. Τους σκοτεινούς διαδρόμους, τα αμέτρητα δωμάτια, το υγρό κελάρι μπορεί μόνο το τρεμόπαιγμα των κεριών να φωτίσει αμυδρά. Και σε κάποια από τις πιο αθέατες γωνιές του οικήματος, ένας σχιζοφρενής δολοφόνος καιροφυλακτεί. Ιδανικότερο σκηνικό δεν θα μπορούσε κανείς να έχει ευχηθεί για να στεγάσει αυτό το θεσπέσια αγωνιώδες φιλμ με το οποίο ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Σιόντμακ συντάσσει πολλές από τις μετέπειτα συμβάσεις του γοτθικού θρίλερ.
Η πανταχού παρούσα συνδρομή των στοιχείων της φύσης στη διόγκωση της απειλής, τα εξπρεσιονιστικά παιχνίδια της φωτογραφίας με τις σκιές, το υποβλητικό ντεκόρ που συμμετέχει σαν επιπλέον πρωταγωνιστής στα δρώμενα, η καταλυτική συνδρομή της ηχητικής μπάντας, η βουβή εκφραστική ερμηνεία της Ντόροθι ΜακΓκουάιρ και ένας σκηνοθέτης ξεκάθαρος θαυμαστής του ατμοσφαιρικού τρόμου συνηγορούν σε μια από τις ωραιότερες στιγμές του είδους.
Το σινεμά προσπάθησε πολλές φορές μέσα από σπονδυλωτές ιστορίες να αναπαράγει το κλίμα μιας παρέας ανθρώπων που διηγούνται ιστορίες για φαντάσματα και ανεξήγητα φαινόμενα γύρω από μια φωτιά. Ποτέ όμως τόσο επιτυχημένα όσο το «Dead Of Νight» του θρυλικού στούντιο Ealing, υπεύθυνου για μερικές από τις καλύτερες βρετανικές κωμωδίες. Επτά άνθρωποι μαζεμένοι σε ένα ειδυλλιακό εξοχικό αφηγούνται δυσοίωνες εμπειρίες επαφής τους με το υπερφυσικό. Ενας στοιχειωμένος καθρέφτης, μια ερωτική αντιζηλία που ξεφεύγει από τα όρια, το φάντασμα ενός παιδιού και το κορυφαίο επεισόδιο με τον Μάικλ Ρεντγκρέιβ στο ρόλο ενός εγγαστρίμυθου που καταλαμβάνεται από την προσωπικότητα της κούκλας του, ενώνονται ευφυέστατα σε ένα αμάλγαμα γοτθικού τρόμου, ψυχανάλυσης, εύθραυστης ατμόσφαιρας και ανέλπιστου χιούμορ.
Παρά την ηλικία του, το μακάβριο αυτό γαϊτανάκι διατηρεί ανέπαφη την ονειρική υφή και τη βρετανικότητά του, αποδεικνύοντας ότι ο τρόμος μπορεί να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικός και καλόγουστος. Διόλου τυχαία η επιρροή του σε μετέπειτα ταινίες του είδους από το «Ψυχώ» μέχρι τις τηλεοπτικές σειρές τύπου «Στη Ζώνη Του Λυκόφωτος» και «Ιστορίες Από Την Κρύπτη» υπήρξε μνημειώδης.
The Spiral Staircase (1945) / του Ρόμπερτ Σιόντμακ
Εχοντας χάσει από παιδί τη μιλιά της, η Χέλεν εργάζεται σε ένα βικτοριανό οίκημα, φροντίζοντας τη γηραιά ιδιοκτήτριά του. Η νύχτα όμως έξω από τα σφαλιστά παράθυρα του σπιτιού πέφτει απόψε βαριά. Η καταιγίδα λυσσομανά, παγιδεύοντας τους ενοίκους της οικίας στο εσωτερικό της, δίχως καμιά δυνατότητα επικοινωνίας, δίχως τηλέφωνο, δίχως ρεύμα. Τους σκοτεινούς διαδρόμους, τα αμέτρητα δωμάτια, το υγρό κελάρι μπορεί μόνο το τρεμόπαιγμα των κεριών να φωτίσει αμυδρά. Και σε κάποια από τις πιο αθέατες γωνιές του οικήματος, ένας σχιζοφρενής δολοφόνος καιροφυλακτεί. Ιδανικότερο σκηνικό δεν θα μπορούσε κανείς να έχει ευχηθεί για να στεγάσει αυτό το θεσπέσια αγωνιώδες φιλμ με το οποίο ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Σιόντμακ συντάσσει πολλές από τις μετέπειτα συμβάσεις του γοτθικού θρίλερ.
Η πανταχού παρούσα συνδρομή των στοιχείων της φύσης στη διόγκωση της απειλής, τα εξπρεσιονιστικά παιχνίδια της φωτογραφίας με τις σκιές, το υποβλητικό ντεκόρ που συμμετέχει σαν επιπλέον πρωταγωνιστής στα δρώμενα, η καταλυτική συνδρομή της ηχητικής μπάντας, η βουβή εκφραστική ερμηνεία της Ντόροθι ΜακΓκουάιρ και ένας σκηνοθέτης ξεκάθαρος θαυμαστής του ατμοσφαιρικού τρόμου συνηγορούν σε μια από τις ωραιότερες στιγμές του είδους.
Σινεμα
Ετικέτες
Διάφορα κινηματογραφικά θέματα
The Soloist (2009)
Σκηνοθεσία: ΤΖΟ ΡΑΙΤ
Σενάριο: ΣΟΥΖΑΝΑ ΓΚΡΑΝΤ
Ηθοποιοί: ΤΖΕΙΜΙ ΦΟΞ , ΚΑΘΡΙΝ ΚΙΝΕΡ , ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΑΟΥΝΙ ΤΖΟΥΝΙΟΡ
Ελληνική Κινηματογραφική Πρεμιέρα : 03/09/2009
Ο αρθρογράφος της εφημερίδας οι Τάιμς του Λος Άντζελες Στιβ Λόπεζ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο γάμος του έχει καταρρεύσει, η σχέση με το γιο του είναι ανύπαρκτη, ενώ έχει χάσει και κάθε ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Στην προσπάθειά του να βρει ένα ενδιαφέρον θέμα για τη στήλη του, ανακαλύπτει τυχαία ένα σχιζοφρενή άστεγο άντρα, τον Ναθάνιελ Άντονι Έιρς (Τζέιμι Φοξ), ο οποίος τυγχάνει να είναι ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός, υπότροφος της σχολής Τζούλιαρντ… Και αυτό που αρχικά φαντάζει απλώς ως ένα καλό θέμα, εξελίσσεται σε μια δυνατή φιλία που μεταμορφώνει και τους δύο, δίνοντάς τους νέα προοπτική στη ζωή τους. Μια ιστορία για την αξία της φιλίας και τη μοναδική δύναμη της μουσικής…
Σενάριο: ΣΟΥΖΑΝΑ ΓΚΡΑΝΤ
Ηθοποιοί: ΤΖΕΙΜΙ ΦΟΞ , ΚΑΘΡΙΝ ΚΙΝΕΡ , ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΑΟΥΝΙ ΤΖΟΥΝΙΟΡ
Ελληνική Κινηματογραφική Πρεμιέρα : 03/09/2009
Ο αρθρογράφος της εφημερίδας οι Τάιμς του Λος Άντζελες Στιβ Λόπεζ (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο γάμος του έχει καταρρεύσει, η σχέση με το γιο του είναι ανύπαρκτη, ενώ έχει χάσει και κάθε ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Στην προσπάθειά του να βρει ένα ενδιαφέρον θέμα για τη στήλη του, ανακαλύπτει τυχαία ένα σχιζοφρενή άστεγο άντρα, τον Ναθάνιελ Άντονι Έιρς (Τζέιμι Φοξ), ο οποίος τυγχάνει να είναι ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός, υπότροφος της σχολής Τζούλιαρντ… Και αυτό που αρχικά φαντάζει απλώς ως ένα καλό θέμα, εξελίσσεται σε μια δυνατή φιλία που μεταμορφώνει και τους δύο, δίνοντάς τους νέα προοπτική στη ζωή τους. Μια ιστορία για την αξία της φιλίας και τη μοναδική δύναμη της μουσικής…
Ετικέτες
Δείτε στους κινηματογράφους
The Time Traveler's Wife (2009)
Σκηνοθεσία: ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΒΕΝΤΚΕ
Σενάριο: ΜΠΡΟΥΣ ΤΖΟΕΛ ΡΟΥΜΠΙΝ
Ηθοποιοί: ΣΤΙΒΕΝ ΤΟΜΠΟΛΟΣΚΙ , ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ , ΕΡΙΚ ΜΠΑΝΑ , ΡΟΝ ΛΙΒΙΝΓΚΣΤΟΝ
Ελληνική κινηματογραφική Πρεμιέρα : 03/09/2009
Η Κλαιρ γνώρισε τον Χένρι σε ηλικία μόλις έξι ετών, όταν εκείνος εμφανίστηκε από το πουθενά σ' ένα ξέφωτο κοντά στο σπίτι της. Ο Χένρι, που είχε μόλις έρθει από το μέλλον, πάσχει από μια σπάνια διαταραχή που τον μεταφέρει απρόσμενα από τη μία χρονική στιγμή στην άλλη. Με τα χρόνια, οι επισκέψεις του Χένρι συνεχίζονται και η Κλαιρ αρχίζει να τον ερωτεύεται. Χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, το πάθος του Χένρι είναι ακόμη εντονότερο, καθώς στο μέλλον οι δυο τους είναι παντρεμένοι. Η Κλαιρ, όμως, θα γνωρίσει σε πραγματικό χρόνο τον Χένρι όταν θα φτάσει σε ηλικία 22 ετών. Εκείνη θα τον θεωρήσει τον έρωτα της ζωής της. Εκείνος δε θα την αναγνωρίσει.
Σενάριο: ΜΠΡΟΥΣ ΤΖΟΕΛ ΡΟΥΜΠΙΝ
Ηθοποιοί: ΣΤΙΒΕΝ ΤΟΜΠΟΛΟΣΚΙ , ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ , ΕΡΙΚ ΜΠΑΝΑ , ΡΟΝ ΛΙΒΙΝΓΚΣΤΟΝ
Ελληνική κινηματογραφική Πρεμιέρα : 03/09/2009
Η Κλαιρ γνώρισε τον Χένρι σε ηλικία μόλις έξι ετών, όταν εκείνος εμφανίστηκε από το πουθενά σ' ένα ξέφωτο κοντά στο σπίτι της. Ο Χένρι, που είχε μόλις έρθει από το μέλλον, πάσχει από μια σπάνια διαταραχή που τον μεταφέρει απρόσμενα από τη μία χρονική στιγμή στην άλλη. Με τα χρόνια, οι επισκέψεις του Χένρι συνεχίζονται και η Κλαιρ αρχίζει να τον ερωτεύεται. Χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, το πάθος του Χένρι είναι ακόμη εντονότερο, καθώς στο μέλλον οι δυο τους είναι παντρεμένοι. Η Κλαιρ, όμως, θα γνωρίσει σε πραγματικό χρόνο τον Χένρι όταν θα φτάσει σε ηλικία 22 ετών. Εκείνη θα τον θεωρήσει τον έρωτα της ζωής της. Εκείνος δε θα την αναγνωρίσει.
Ετικέτες
Δείτε στους κινηματογράφους
Dead Man : Mε παραγωγο το Guillermo del Toro
Το comic book DEAD MAN παιρνει το δρομο για την μεγαλη οθονη με σκηνοθετη τον Nikolaj Arcel (Island of Lost Souls ) και παραγωγο τον Guillermo del Toro.
Ετικέτες
Movies News
ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΑΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΣΤΙΣ 18:00
ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΕΙΤΕ ΟΛΟΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ 18:00 ΣΤΟ IRAKLIO WEB RADIO
ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙΤΕ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ ΤΩΝ BLOGS ΣΥΝΟΔΕΥΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΣΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ BLOGS ΚΑΙ ΤΟΥ IRAKLIO WEB RADIO ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΚΡΟΑΤΕΣ
http://irakliowebradio2.blogspot.com/
Wog Boy 2 : Ένας Αυστραλός «Ελληναράς» στα σοκάκια της Μυκόνου
Ως πολύφερνη νύφη αναμένουν στο Χόλιγουντ τη νέα ταινίασίκουελ του «Ελληναρά»- «Wog Βoy 2: Κings of Μyconos» του ομογενούς από την Αυστραλία Νικ Γιαννόπουλου, μέρος της οποίας θα γυριστεί στη Μύκονο.
Η Χώρα της Μυκόνου, μετά τη Μελβούρνη, θα αποτελέσει το σκηνικό για τη νέα ταινία του Ελληνοαυστραλού, δημοφιλούς στην Αυστραλία, Νικ Γιαννόπουλου με τίτλο «Wog Βoy 2: Κings of Μyconos», η οποία αποτελεί το σίκουελ της επιτυχημένης ταινίας «Ο Ελληναράς» («Wog boy»).
Οι Αυστραλοί την περιμένουν πώς και πώς, αν αναλογιστεί κανείς πως την πρώτη ταινία είδαν το 2000 συνολικά επτά εκατομμύρια θεατές και οι παραγωγοί της χαμηλού κόστους ταινίας έτριβαν τα χέρια τους από χαρά, αφού οι εισπράξεις της έφθασαν τα 13,4 εκατ. δολάρια.
«Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που το ταξίδι του “Wog Βoy” θα συνεχιστεί στην Ελλάδα την οποία λατρεύω και επισκέπτομαι κάθε χρόνο. Στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, δύο καπάτσοι Ελληνοαυστραλοί θα ζήσουν ανεπανάληπτες περιπέτειες», λέει ο Νικ Γιαννόπουλος χωρίς όμως να δώσει πολλές λεπτομέρειες για το στόρι της ταινίας. Παρ΄ ότι εμφανίστηκε φειδωλός για την υπόθεση του νέου φιλμ ο ηθοποιός και σεναριογράφος- τον είδαμε και στην ταινία «Φοβού τους Έλληνες» του Λάκη Λαζόπουλου-, κάποιες επιπλέον πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με το σενάριο του Γιαννόπουλου, που συνυπογράφει με τον επίσης ομογενή Κρις Αναστασιάδη, ο Στιβ Καραμίτσης (Νικ Γιαννόπουλος) έρχεται στην πατρίδα παρέα με τον φίλο του Φρανκ (Βικ Κολοσίμο) για να διεκδικήσει ως κληρονόμος μια έκταση σε παραθαλάσσια περιοχή της Μυκόνου και με την ευκαιρία αυτή ο κολλητός του να συνέλθει από ένα επεισοδιακό διαζύγιο και να ξαναβρεί τη φόρμα του με τις γυναίκες.
Ουσιαστικά το σίκουελ- στο οποίο ρόλο θα έχει και η Ζέτα Μακρυπούλια- αρχίζει από εκεί που άφησε τον Στιβ Καραμίτση η πρώτη ταινία. Υποτίθεται πως έρχεται στην Ελλάδα άφραγκος- ώς και το αγαπημένο σαραβαλάκι του, ένα αμάξι του ΄79, έχασε- αφού εμπιστεύτηκε τις οικονομίες του σε έναν καπάτσο Ιταλό, γνωστό του στην Αυστραλία, για να τις επενδύσει και βεβαίως του έφαγε τα λεφτά. Τώρα επιστρέφει για να πάρει το μερίδιό του από την κληρονομιά ενός θείου του που ουδέποτε γνώρισε.
«Το “Μamma Μia!” συναντά τον “Ζορμπά” και προκύπτει μια σπαρταριστή κωμωδία», υποστηρίζουν οι Ρίτσαρντ Ράιτεν και Άντριου Μακί της εταιρείας παραγωγής του φιλμ, που ήρθαν σε συμφωνία με τη χολιγουντιανή Ρaramount Ρictures για τη διεθνή διανομή της ταινίας.
Τα γυρίσματα της ταινίας έχουν αρχίσει από τα μέσα του περασμένου μήνα στη Μελβούρνη και αναμένεται να συνεχίσουν αρχές Σεπτεμβρίου στη Μύκονο. Το φιλμ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εταιρείας διανομής, αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους στα μέσα του 2010.
info - ta nea
●Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1963 στη Μελβούρνη.
●Ήταν σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της επιτυχημένης κωμικής σειράς «Αcropolis Νow», που προβαλλόταν στην Αυστραλία για μία τετραετία (1989-΄92).
●Υποδύθηκε το 1991 τον Ντάνι Ζούκο στο μιούζικαλ «Grease» που ανέβηκε σε παραγωγή Ντέιβιντ Άτκινς στο «Footbridge Τheatre» του Σίδνεϊ.
●Το 2004 ήταν παραγωγός και οικοδεσπότης του ειδικού τηλεοπτικού προγράμματος «Greece Ιs Τhe Word», το οποίο παρακολούθησαν από το αυστραλιανό Seven Νetwork πάνω από τρία εκατομμύρια τηλεθεατές.
●Το 2008 η ταινία του «Ο Ελληναράς» («Wog boy») ήταν στο Τοπ 10 των κινηματογραφικών εισιτηρίων στην Αυστραλία.
Η Χώρα της Μυκόνου, μετά τη Μελβούρνη, θα αποτελέσει το σκηνικό για τη νέα ταινία του Ελληνοαυστραλού, δημοφιλούς στην Αυστραλία, Νικ Γιαννόπουλου με τίτλο «Wog Βoy 2: Κings of Μyconos», η οποία αποτελεί το σίκουελ της επιτυχημένης ταινίας «Ο Ελληναράς» («Wog boy»).
Οι Αυστραλοί την περιμένουν πώς και πώς, αν αναλογιστεί κανείς πως την πρώτη ταινία είδαν το 2000 συνολικά επτά εκατομμύρια θεατές και οι παραγωγοί της χαμηλού κόστους ταινίας έτριβαν τα χέρια τους από χαρά, αφού οι εισπράξεις της έφθασαν τα 13,4 εκατ. δολάρια.
«Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που το ταξίδι του “Wog Βoy” θα συνεχιστεί στην Ελλάδα την οποία λατρεύω και επισκέπτομαι κάθε χρόνο. Στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, δύο καπάτσοι Ελληνοαυστραλοί θα ζήσουν ανεπανάληπτες περιπέτειες», λέει ο Νικ Γιαννόπουλος χωρίς όμως να δώσει πολλές λεπτομέρειες για το στόρι της ταινίας. Παρ΄ ότι εμφανίστηκε φειδωλός για την υπόθεση του νέου φιλμ ο ηθοποιός και σεναριογράφος- τον είδαμε και στην ταινία «Φοβού τους Έλληνες» του Λάκη Λαζόπουλου-, κάποιες επιπλέον πληροφορίες είδαν το φως της δημοσιότητας.
Σύμφωνα με το σενάριο του Γιαννόπουλου, που συνυπογράφει με τον επίσης ομογενή Κρις Αναστασιάδη, ο Στιβ Καραμίτσης (Νικ Γιαννόπουλος) έρχεται στην πατρίδα παρέα με τον φίλο του Φρανκ (Βικ Κολοσίμο) για να διεκδικήσει ως κληρονόμος μια έκταση σε παραθαλάσσια περιοχή της Μυκόνου και με την ευκαιρία αυτή ο κολλητός του να συνέλθει από ένα επεισοδιακό διαζύγιο και να ξαναβρεί τη φόρμα του με τις γυναίκες.
Ουσιαστικά το σίκουελ- στο οποίο ρόλο θα έχει και η Ζέτα Μακρυπούλια- αρχίζει από εκεί που άφησε τον Στιβ Καραμίτση η πρώτη ταινία. Υποτίθεται πως έρχεται στην Ελλάδα άφραγκος- ώς και το αγαπημένο σαραβαλάκι του, ένα αμάξι του ΄79, έχασε- αφού εμπιστεύτηκε τις οικονομίες του σε έναν καπάτσο Ιταλό, γνωστό του στην Αυστραλία, για να τις επενδύσει και βεβαίως του έφαγε τα λεφτά. Τώρα επιστρέφει για να πάρει το μερίδιό του από την κληρονομιά ενός θείου του που ουδέποτε γνώρισε.
«Το “Μamma Μia!” συναντά τον “Ζορμπά” και προκύπτει μια σπαρταριστή κωμωδία», υποστηρίζουν οι Ρίτσαρντ Ράιτεν και Άντριου Μακί της εταιρείας παραγωγής του φιλμ, που ήρθαν σε συμφωνία με τη χολιγουντιανή Ρaramount Ρictures για τη διεθνή διανομή της ταινίας.
Τα γυρίσματα της ταινίας έχουν αρχίσει από τα μέσα του περασμένου μήνα στη Μελβούρνη και αναμένεται να συνεχίσουν αρχές Σεπτεμβρίου στη Μύκονο. Το φιλμ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εταιρείας διανομής, αναμένεται να βγει στους κινηματογράφους στα μέσα του 2010.
info - ta nea
●Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου του 1963 στη Μελβούρνη.
●Ήταν σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της επιτυχημένης κωμικής σειράς «Αcropolis Νow», που προβαλλόταν στην Αυστραλία για μία τετραετία (1989-΄92).
●Υποδύθηκε το 1991 τον Ντάνι Ζούκο στο μιούζικαλ «Grease» που ανέβηκε σε παραγωγή Ντέιβιντ Άτκινς στο «Footbridge Τheatre» του Σίδνεϊ.
●Το 2004 ήταν παραγωγός και οικοδεσπότης του ειδικού τηλεοπτικού προγράμματος «Greece Ιs Τhe Word», το οποίο παρακολούθησαν από το αυστραλιανό Seven Νetwork πάνω από τρία εκατομμύρια τηλεθεατές.
●Το 2008 η ταινία του «Ο Ελληναράς» («Wog boy») ήταν στο Τοπ 10 των κινηματογραφικών εισιτηρίων στην Αυστραλία.
Ετικέτες
Movies News
Σαββατο 29/8/2009 - Ταινίες στην ελληνική τηλεόραση
21:00 | Αμέρικα Αμέρικα | Κανάλι της Βουλής | Κοινωνική |
21:00 | Η ζηλιάρα | Alpha | Κωμωδία |
21:00 | Αμφι... μπερδέματα | Star | Ξένη ταινία |
21:30 | Εξολοθρευτής Αγγελος | Σινε+ | Ξένη ταινία |
22:00 | Ο ταλαντούχος κύριος Ριπλέι | ΝΕΤ | Ξένη ταινία |
22:30 | Ο φαύλος κύκλος της κύριας Πάρκερ | Πρίσμα+ | Βιογραφία |
23:00 | Ευτυχώς χωρίς δουλειά | ΕΤ3 | Κωμωδία |
23:00 | Επαγγελματίες απατεώνες | Star | Ξένη ταινία |
23:00 | Misery | Alpha | Ξένη ταινία |
23:10 | Εμμονές και ψέματα | Σινε+ | Δράμα |
00:00 | Πέντε φορές το δυο | ΕΤ1 | Ξένη ταινία |
00:30 | ’Αγρια ομορφιά | ΕΤ3 | Θρίλερ |
01:20 | Framed | ANT1 | Αστυνομική |
01:30 | Νέος... για πάντα | Star | Ξένη ταινία |
02:15 | Ο τρομοκράτης | Mega | Ξένη ταινία |
02:30 | Ο ιππότης των δρόμων | Alter | Ξένη ταινία |
03:45 | Επικίνδυνη συχνότητα | Star | Θρίλερ |
04:00 | Η ακτή των ψιθύρων | Σινε+ | Δράμα |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)