Μία ταινία-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, η Κάλπικη Λίρα (1955) θα είναι η πρώτη ελληνική ταινία που επανακυκλοφορεί στις αίθουσες, μετά από ειδική ψηφιακή επεξεργασία που επιμελήθηκε ο Κινηματογραφικός Οργανισμός Καραγιάννης-Καρατζόπουλος Α.Ε. Η ταινία θα αρχίσει να προβάλλεται στα σινεμά την Κυριακή του Πάσχα, 15 Απριλίου.
Η ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα αποτελεί ένα καθαρόαιμο λαϊκό έργο και μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες της εποχής της. Είχε, μάλιστα, ταξιδέψει και σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ.
Συγκεκριμένα, η Κάλπικη Λίρα είχε βραβευτεί στα φεστιβάλ Βενετίας, Μόσχας και Μπάρι, ενώ συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών και του Κάρλοβι Βάρι.
Πρόκειται για την πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία αποτελείται από τέσσερις αυτοτελείς ιστορίες. Όλες συνδέονται με μία «κάλπικη λίρα».
Η ταινία γυρίστηκε το 1955 από τον Γιώργο Τζαβέλλα (Ο ζηλιαρόγατος, Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα, Αντιγόνη) και αποτέλεσε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία εκείνης της χρονιάς.
Το τετράπτυχο των ιστοριών ζωντανεύει από την αφρόκρεμα των ερμηνευτών, θεατρικών και κινηματογραφικών, της εποχής: ο Βασίλης Λογοθετίδης και η Ίλυα Λιβυκού, ο Μίμης Φωτόπουλος και η Σπεράντζα Βρανά, ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη, καθώς και ο Ορέστης Μακρής. Τη μουσική στην “Κάλπικη λίρα“ έγραψε ο Μάνος Χατζιδάκις.
«Ο Παράς είναι πάντα Κάλπικος»
Αυτό είναι το μοτίβο που σφραγίζει το τέλος κάθε αυτοτελούς επεισοδίου, και αποτελεί το κεντρικό νόημα γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι ζωές των πρωταγωνιστών: ότι δηλαδή η άνευ όρων αναζήτηση του χρήματος μπορεί να μετατρέψει τη ζωή των ανθρώπων από γνήσια, ως προς τα αισθήματα και τις σχέσεις, σε κάλπικη.
Για το λόγο αυτό, Η Κάλπικη Λίρα αποτελεί μια ανεκτίμητη ηθογραφία της δεκαετίας του ’50 στην Ελλάδα, και καθόλου τυχαία ο Γάλλος θεωρητικός Ζορζ Σαντούλ την ενέταξε ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
«Ιστορία Πρώτη: Ο παραχαράκτης που με αγάπησε»
Η ιστορία της κάλπικης λίρας ξεκινάει όταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, ένας έντιμος και νομοταγής χαράκτης, πέφτει θύμα της ωραίας και μοιραίας Ίλυας Λιβυκού και του απατεώνα φίλου της (Βαγγέλης Πρωτόπαπας).
Οι δύο τους θα πείσουν τον δειλό αλλά εύπιστο τεχνίτη να ξοδέψει όλα του τα χρήματα για ένα σύστημα παραχάραξης λιρών. Το σχέδιο θα αποτύχει, ο σχεδόν παραχαράκτης θα χάσει τις οικονομίες, και το μόνο που απομένει από την περιπέτεια αυτή είναι μια κάλπικη λίρα που δεν ξεγελάει κανέναν…
«Ιστορία Δεύτερη: Αόμματος»
Η κάλπικη λίρα δεν ξεγελά ούτε καν τυφλό. Γι' αυτό και όταν πέφτει στα χέρια του «τυφλού» ζητιάνου Μίμη Φωτόπουλου, εκείνος καταλαβαίνει αμέσως ότι η λίρα είναι τόσο κάλπικη όσο και ο ίδιος, αφού στην πραγματικότητα βλέπει όλα όσα γίνονται πίσω από τα μαύρα γυαλιά του.
Κι εφόσον δε βρίσκει κανένα κορόιδο να του αλλάξει τη λίρα με γνήσια λεφτά, αποφασίζει να πληρώσει μ’ αυτή την Σπεράντζα Βρανά, μια έξυπνη κοκότα η οποία όμως τελικά, και θα ξεγελαστεί, και ούτε θα χαρεί το κάλπικο νόμισμα, αφού έχει κυλήσει από μια τρύπια τσέπη.
«Ιστορία Τρίτη: Το κοριτσάκι με τη λίρα»
Τη λίρα βρίσκει η Φανίτσα (Μαρία Καλαμιώτου), μια φτωχή και ορφανή κορασίδα που πουλάει λουλούδια και παλεύει να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα της.
Η αφελής και αγνή Φανίτσα πιστεύει ότι με τη λίρα θα μπορέσει να πληρώσει τα νοίκια που χρωστάει στον τσιγκούνη σπιτονοικοκύρη της Ορέστη Μακρή, κανείς όμως δε φαίνεται να την πιστεύει.
Στο τέλος, ο ίδιος ο σκληρός σπιτονοικοκύρης θα δεχτεί να αλλάξει τη λίρα με χρήματα, όχι όμως γιατί ξεγελιέται αλλά γιατί για μια φορά αποφασίζει να βγάλει προς τα έξω τον, βαθιά θαμμένο μέσα του, αυθεντικό, καλό του εαυτό. Μην έχοντας τι να κάνει με το ψεύτικο νόμισμα, το βάζει στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα.
«Ιστορία Τέταρτη: Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος»
Το φλουρί πέφτει στο νιόπαντρο ζευγάρι: την Έλλη Λαμπέτη και το Δημήτρη Χορν. Εκείνη, κόρη πλουσίας οικογενείας που την αποκήρυξε γιατί παντρεύτηκε κρυφά εκείνον, πτωχό πλην τίμιο καλλιτέχνη.
Η συζήτηση είναι διαφωτιστική για το τι θα επακολουθήσει μετά το πρώτο πάθος:
Χορν: «Και τι θα φάμε σήμερα;»
Λαμπέτη: «Δεν ξέρω. Εσείς είστε ο σύζυγός μου και αναλάβατε πλέον τη διατροφή μου, δεν συμφωνείς;»
Χορν: «Συμφωνώ απολύτως, αλλά προχθές το βράδυ που κλεφτήκαμε, δεν το σκέφτηκα πως πρέπει και να τρώμε».
Και κάπως έτσι οι δρόμοι τους χωρίζουν...
tanea
Δευτέρα 9 Απριλίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου