«Django ο τιμωρός»
Γιατί μου αρέσει ο Κουέντιν Ταραντίνο; Απλό. Γιατί
είναι ο καλύτερος έμπορος του εαυτού του. Γιατί κάνει ό,τι γουστάρει
και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Γιατί σε αυτό ακριβώς ποντάρουν
όσοι επενδύουν πάνω του. Και γιατί αυτή τη θέση την έχει κατακτήσει
μόνος του. Με τη μαγκιά και τον τσαμπουκά του και με τις ταινίες του.
Γι' αυτό τον αγαπά το κοινό του. Γιατί γουστάρει τον αλήτη, τον
τσαμπουκά, τον απόλυτο σινεφίλ αλλά και τον παμπόνηρο «κλέφτη» ο οποίος
δεν διστάζει να βουτά ιδέες για να τις μετουσιώνει στο δικό του σύμπαν.
Ο «Django ο τιμωρός», η τελευταία ταινία του, είναι το πιο
γαργαλιστικό fun movie που έχω δει από την εποχή των «Kill Bill»
- διόλου τυχαία επίσης του Ταραντίνο. Είναι επίσης όμορφο σινεμά. Είναι
μια ταινία που πραγματικά μπορείς να απολαύσεις είτε γνωρίζεις τις
δεκάδες αναφορές του Ταραντίνο σε άλλες ταινίες είτε όχι. Και είναι μεν
ένα γουέστερν αλλά την ίδια ώρα θα έλεγες ότι δεν είναι. Γιατί, πέρα από
καθετί, η ταινία αυτή ανήκει σε ένα δικό της σύμπαν, είναι ένα
κινηματογραφικό είδος από... μόνη της. Είναι μια «ταραντινική» ταινία,
όπως όλες του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, με το αμέσως αναγνωρίσιμο στυλ.
Ο Κουέντιν Ταραντίνο υπήρξε μέγας λάτρης των σπαγκέτι γουέστερν που
γυρίζονταν στην Ευρώπη τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Τα
καταβρόχθιζε παλιά με την κουτάλα, όταν δούλευε βιντεοκλαμπάς. Σήμερα τα
ξαναθυμάται. Με την εξαίρεση βεβαίως των γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε,
ελάχιστα από τα παραπάνω από 550 σπαγκέτι γουέστερν που έχουν
καταγραφεί είναι πραγματικά καλές ταινίες. Οι περισσότερες όμως είχαν το
δικό τους στυλ. Ωμή και συγχρόνως στυλιζαρισμένη βία, ελκυστική
μουσική, γκρο πλάνα σε άσχημα πρόσωπα που μορφάζουν ή ουρλιάζουν. Σε
αυτές τις ταινίες η γραμμή που διαχωρίζει το «καλό» από το «κακό» είναι
αδιόρατη. Η Αγρια Δύση της Ευρώπης βρέθηκε στον αντίποδα του
«καθαρόαιμου» αμερικανικού γουέστερν, το οποίο, αν άρχισε κάποια να
στιγμή να «βρωμίζει», το οφείλει στα σπαγκέτι!
Στοιχεία από πολλά σπαγκέτι γουέστερν θα βρούμε στον «Django» του
Ταραντίνο - ακόμη και ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στον «Django» του Σέρτζιο Κορμπούτσι με τον Φράνκο Νέρο, ο
οποίος μάλιστα κάνει ένα πέρασμα στην ταινία του Ταραντίνο και η σκηνή
γράφει αυτομάτως Ιστορία (φοράει μάλιστα λευκά γάντια γιατί πολύ απλά
στον πρωτότυπο «Django» του Κορμπούτσι του κατέστρεψαν τα χέρια!) Ακόμη
και οι τίτλοι της αρχής είναι κατακόκκινοι όπως στην ταινία του
Κορμπούτσι. Και βρισκόμαστε μόνο στην αρχή. Παρακάτω να δείτε τι
γίνεται. Απόλαυση!
Οπως τα περισσότερα σπαγκέτι γουέστερν, έτσι και η ταινία του Ταραντίνο περιγράφει μια κλασική ιστορία εκδίκησης: ο Django (Τζέιμι Φοξ) είναι μαύρος και πρώην σκλάβος ο οποίος απελευθερώνεται από έναν κυνηγό επικηρυγμένων, τον Κινγκ (Κρίστοφ Βαλτς),
ο οποίος θέλει να τον χρησιμοποιήσει για να ανακαλύψει τα ίχνη των
τριών αδελφών που καταδιώκει. Ο Django ανδρώνεται στο πλάι του Κινγκ και
μαζί αναζητούν τα ίχνη της κοπέλας του πρώτου, η οποία είναι επίσης
μαύρη αλλά με γνώσεις γερμανικών! Με άλλα λόγια, ό,τι θες θα το βρεις
στην ταινία αλλά καθετί χάρη στη μαεστρία του Ταραντίνο βγάζει με τον
τρόπο του νόημα!
Διασκεδαστικότατο επίσης είναι το καστ της ταινίας. Ο υποψήφιος για
Οσκαρ Β' ρόλου Βαλτς (ήδη κάτοχος Οσκαρ για την ταινία του Ταραντίνο
«Αδωξοι μπάσταρδη») είναι Αυστριακός, όπως Γερμανός ήταν ο Κλάους Κίνσκι, κυρίαρχη φιγούρα των σπαγκέτι γουέστερν. Ρόλους επίσης έχουν ο Ντον Τζόνσον σε ρόλο πάμπλουτου κτηματία και ηγέτη ομάδας Κου Κλουξ Κλαν, ο καταπληκτικός Λεονάρντο Ντι Κάπριο, μοχθηρός όσο ποτέ στην καριέρα του, και ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον σε ρόλο μαύρου επιστάτη ο οποίος συμπεριφέρεται στους ομόχρωμούς του χειρότερα και από τους λευκούς.
Πέρα όμως από το διασκεδαστικό κομμάτι όλης αυτής της ιστορίας που
καταλήγει σε ένα απίστευτο λουτρό αίματος, ο Ταραντίνο συνέδεσε σε αυτήν
ένα ζήτημα που δεν συναντάμε συχνά στο σινεμά και σίγουρα δεν το είδαμε
σχεδόν ποτέ με έντονα χρώματα σε σπαγκέτι γουέστερν (με την εξαίρεση
ίσως του «Charlie One Eye»): το ζήτημα της σκλαβιάς. Ο Django του
Ταραντίνο γίνεται σύμβολο αντίστασης των καταπιεσμένων μαύρων, ένας
Μαύρος Πάνθηρας του 19ου αιώνα, και αυτό από μόνο του είναι μια πολύ
ενδιαφέρουσα ιδέα που στα χέρια του μαέστρου Ταραντίνο αποδίδει τα
μέγιστα.
Τεράστιο ενδιαφέρον, τέλος, έχουν και όλα τα επί μέρους στοιχεία της ταινίας: η «σκληρή» φωτογραφία του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, ακόμη μία αναφορά στα γουέστερν του Κορμπούτσι, όπως επίσης σε έναν άλλον κλώνο του Django, το «Django ο μπάσταρδος» του Σέρτζιο Γκαρόνε.
Η μουσική, φυσικά, με πρωτότυπα σάουντρακ από σπαγκέτι γουέστερν: του Ριζ Ορτολάνι από την «Εκδίκηση μέχρι θανάτου» του Τονίνο Βαλέρι, του Λουίς Μπακάλοφ από το «Lo Chiamavano King» του Τζιανκάρλο Ρομιτέλι αλλά και του μέγιστου Ενιο Μορικόνε. Και φυσικά το μοντάζ χάρη στο οποίο δεν καταλαβαίνεις καν ότι η ταινία διαρκεί κοντά στις τρεις ώρες. Αντιθέτως, ήθελα κι άλλο.
«Το κεφάλαιο» («Le capital», Γαλλία, 2012) σε σκηνοθεσία Κώστα Γαβρά, με τους Γκαντ Ελμαλέχ, Νατάσα Ρενιέ, Γκάμπριελ Μπερν
Με την τελευταία ταινία του ο Κώστας Γαβράς εισβάλλει
ορμητικά και για πρώτη φορά στο παρασκήνιο των τραπεζών και των
πολυεθνικών εταιρειών που εδώ και χρόνια, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε
όλοι, ορίζουν τη ζωή μας. Και καταγράφει, λεπτό προς λεπτό, την εξέλιξη
ενός ανθρώπου ο οποίος από τραπεζικός σύμβουλος προάγεται σε πρόεδρο του
διοικητικού συμβουλίου της τράπεζάς του και από εκεί σε... Ρομπέν των
Πλουσίων.
Η αναρρίχησή του στην κλίμακα της εξουσίας θα γίνει πατώντας επί
πτωμάτων (στην κυριολεξία) και σύντομα το σύνθημά του θα είναι «να μη
σταματήσουμε να αρπάζουμε από τους φτωχούς για να δίνουμε στους
πλουσίους». Συν τοις άλλοις, απαιτεί και... μπόνους απολύσεων. Οσο
περισσότερες οι απολύσεις τόσο μεγαλύτερο το μπόνους - και μιλάμε για
ποσά αμύθητα.
Το χρήμα σε αλλάζει, σε μεταμορφώνει, σε παραμορφώνει, μας λέει ο
Γαβράς, χρησιμοποιώντας μάλιστα έναν κλασικό κωμικό του γαλλικού σινεμά,
τον Γκαντ Ελμαλέχ, σε ρόλο τελείως κόντρα σε αυτούς που συνηθίζει να παίζει. Θυμίζει μάλιστα - και ίσως όχι τυχαία - τον πρώην γάλλο πρωθυπουργό Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην κατάσταση που η ταινία περιγράφει.
Ακούμε φράσεις όπως «σε πληρώνουν λίγα όταν δεν σε σέβονται» και η
λέξη «απόλυση» ακούγεται με τέτοια συχνότητα που τελικά τη συνηθίζεις.
Βλέποντας αυτή την ταινία αισθάνεσαι τόσο μα τόσο λίγος, σχεδόν
ανύπαρκτος μέσα στις επαύλεις υπερπολυτελείας, στα σαλόνια και στα τζετ
όπου ευγενικοί, καλοντυμένοι άνθρωποι ορίζουν την τύχη εκατομμυρίων
ανυποψίαστων εργαζομένων λες και είναι σκουπίδια.
Ο κυνισμός της ταινίας είναι ανατριχιαστικός αλλά την ίδια ώρα
απολύτως ρεαλιστικός. Αρκεί να προσέξει κανείς τη σκηνή της
οικογενειακής συνάντησης όπου ο κεντρικός ήρωας κουβεντιάζει με τον
παλιό αριστερό θείο του (είναι αναμφίβολα μία από τις καλύτερες της
ταινίας). Το «Κεφάλαιο» μας υπενθυμίζει ότι για τις τράπεζες οι άνθρωποι
δεν είναι παρά αριθμοί που θα πρέπει με κάθε τρόπο να μειωθούν. Ο
Γαβράς αναμοχλεύει αλήθειες που γνωρίζουμε πολύ καλά, τις βλέπουμε
καθημερινά μπροστά μας και είναι εφιαλτικές.
«Πιετά» (Νότιος Κορέα, 2012) σε σκηνοθεσία Κιμ Κι Ντουκ, με τους Mιν Σου Τζο, Εουντζίν Κανγκ
Αν στο «Κεφάλαιο» του Κώστα Γαβρά η οικονομική κρίση των ημερών μας
έχει φόντο τον αδίστακτο κόσμο των πλουσίων, με το «Πιετά», που
σημαίνει οίκτος, ο Κιμ Κι Ντουκ, ο νοτιοκορεάτης
σκηνοθέτης της σπουδαίας ταινίας «Ανοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας
και πάλι άνοιξη», σχολιάζει την ίδια κατάσταση με φόντο τις
φτωχογειτονιές και τα μηχανουργεία-χαμόσπιτα της Σεούλ. Εκεί όπου με
εντελώς διαφορετικά μέσα δρα ένας επίσης αδίστακτος άνθρωπος, κυνηγώντας
φυσικά και αυτός το χρήμα.
Στην (ενίοτε, όχι πάντα) βάρβαρη αλλά και με πολλές ευαισθησίες
αυτή ταινία, η οποία από την πρώτη κιόλας σκηνή σου δηλώνει ευθέως ότι η
θέασή της δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, παρακολουθούμε την
ιστορία ενός «ιδιότυπου» συλλέκτη χρεών ο οποίος δεν διστάζει να αφήνει
ανάπηρους τους οφειλέτες ώστε να πάρει τα χρήματα της αναπηρικής
σύνταξης!
Οι σκηνές αυτές είναι φτιαγμένες για να σου παγώνουν το αίμα και
όσοι γνωρίζουν παλαιότερες ταινίες του Κιμ Κι Ντουκ - π.χ., «Το κορίτσι
με το αγγελικό πρόσωπο» ή «Το νησί» - γνωρίζουν επίσης τα απότομα
ξεσπάσματα βίας του σκηνοθέτη. Κυριολεκτικά γροθιές στο στομάχι, ίσως
επειδή δεν είναι μόνο η εικόνα πειστική αλλά και ο ήχος που δένει τόσο
πειστικά μαζί της. Το τρίξιμο του τόρνου ενώ ένα χέρι μπαίνει με τη βία
μέσα, η πρέσα, οι αλυσίδες, το πέσιμο από το μπαλκόνι. Ακόμη χειρότερα,
ο δράστης είναι εντελώς απαθής, πράττει κυριολεκτικά σαν να μη
συμβαίνει τίποτε, μια δουλειά κάνει κι αυτός σαν όλες τις άλλες.
Η ταινία όμως ξεφεύγει από τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της αρχής, με
τις κραυγές απελπισίας και τα κλάματα, όταν ο ήρωας πολιορκείται από μια
γυναίκα η οποία ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του. Από εκεί και πέρα η
«Πιετά» γίνεται ένα πολύ ενδιαφέρον κοκτέιλ. Το δυσβάσταχτο θέαμα
ισορροπεί με το βιτριολικό, διεστραμμένο, σχεδόν σουρεαλιστικό χιούμορ
και τη γνήσια τρυφερότητα κάνοντας την εμπειρία παρακολούθησης αυτής της
ταινίας όχι μόνο πιο υποφερτή αλλά σε ορισμένες στιγμές συναρπαστική
- λόγος για τον οποίο απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο Φεστιβάλ
Βενετίας.
Επισημαίνω, τέλος, ότι το «Πιετά» σηματοδοτεί την επιστροφή του Κιμ
Κι Ντουκ στον κινηματογράφο μετά την πολύχρονη απομόνωσή του στο
ύπαιθρο, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε στραφεί στον διαλογισμό και
στη θρησκεία.
«Αλλοθι» («Arbitrage», ΗΠΑ, 2012) σε σκηνοθεσία Νίκολας Τζαρέκι, με τους Ρίτσαρντ Γκιρ, Τιμ Ροθ, Σούζαν Σαράντον, Λετισιά Καστά
Στην πολύχρονη καριέρα του, ο 60άρης πλέον Ρίτσαρντ Γκιρ,
ο οποίος ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις ηθοποιών που όσο τα χρόνια
περνούν, τόσο ομορφαίνουν, έχει υποδυθεί πολλούς ήρωες που προσπαθούν να
ξεφύγουν από την τρομερά δύσκολη, αμήχανη θέση στην οποία ηθελημένα ή
όχι έχουν βρεθεί. Δεν εννοώ μόνον τα δράματα αλλά και τις ρομαντικές
κωμωδίες όπως (γιατί όχι;) η «Pretty woman» και η «Νύφη το' σκασε».
Στα δράματα βέβαια η αμηχανία του δείχνει ακόμη πιο έντονη.
Θυμηθείτε τον ζιγκολό στο «Επάγγελμα ζιγκολό», δικηγόρο στον «Φόβο
Ενστίκτου», ψυχαναλυτή στην «Τελική ανάλυση», ή αστυνομικό υπό
συνταξιοδότηση στην «Σκοτεινή πλευρά του νόμου». Ολοι τους είναι
συμπαθητικοί άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με θανάσιμες παγίδες
της μοίρας - από τις οποίες συνήθως καταφέρνουν να ξεφύγουν.
Στο «Αλλοθι» λοιπόν, για μια ακόμη φορά στην ο Ρίτσαρντ Γκιρ θα
βρεθεί βυθισμένος σε μια δύσκολη κατάσταση. Με άγχος και διαρκή αγωνία,
είναι αναγκασμένος να βρει τρόπους για να δώσει ταυτοχρόνως τη λύση όχι
μόνον σε ένα αλλά σε πολλά προβλήματά του. Και είναι πράγματι πολλά. Από
την επιχείρησή του που καταρρέει μέχρι την οικογένειά του που
αποσυντίθεται και κυρίως, το δυστύχημα που στάθηκε μοιραίο για την
ερωμένη του, με τον ίδιο στο τιμόνι (την ερωμένη υποδύεται η Λετισιά
Καστά σε έναν μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό ρόλο).
Θα τα καταφέρει; Αυτό φυσικά δεν θα σας το πούμε. Θα σας πούμε όμως ότι η Οδύσσεια του Γκιρ στην ταινία του Νίκολας Τζαρέκι (η
δεύτερη που σκηνοθετεί μετά το «Informers» (που δεν είδαμε ποτέ στην
Ελλάδα) σε κρατά κοντά της ως το τελευταίο λεπτό. Συχνά, αυτό το
καλοστημένο ψυχολογικό θρίλερ που είναι πολύ καλά παιγμένο όχι μόνον από
τον Γκιρ (που έφτασε ως τις Χρυσές Σφαίρες για την εδώ δουλειά του)
αλλά από όλο το συμπληρωματικό καστ, θυμίζει σκηνοθετημένο εφιάλτη, κάτι
στο οποίο συμβάλλει ιδιαιτέρως η «θολή», ατμοσφαιρική φωτογραφία του
γάλλου οπερατέρ Γιορίκ Λε Σο.
Προβάλλονται επίσης
>Με τις «Ιστορίες της ζωής μας» («Stories we tell», Καναδάς, 2012) η ηθοποιός και σκηνοθέτρια Σάρα Πόλεϊ
γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της δικής της οικογένειας, η
οποία υπήρξε τόσο παράξενη και ανατρεπτική που θα μπορούσε να στηρίξει
μια ολόκληρη ταινία μυθοπλασίας. Η ατίθαση μητέρα, ο στωικός πατέρας, τα
αρκετά αδέλφια, οι φίλοι και οι συγγενείς αφηγούνται στον φακό της
Πόλεϊ πράγματα που προκαλούν ενδιαφέρον διότι μετατρέπουν τον θεατή σε
συμμέτοχο. Και πάλι όμως, η ταινία μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια
«αυτοψυχανάλυσης» της Πόλεϊ και έτσι δεν μπορεί να ξεφύγει από την
εσωστρέφεια την οποία προσπαθεί να αποφύγει.
>Σε τρισδιάστατη μορφή βγαίνει και πάλι στις αίθουσες το
κινούμενο σχέδιο της PIXAR «Ψάχνοντας τον Νέμο» («Finding Nemo», ΗΠΑ,
2003) για το οποίο τα σχόλια περιττέυουν. Ηταν αριστούργημα, παραμένει
αριστούργημα, σε όποια μορφή και αν προβληθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου