Τo Χόλιγουντ σχεδιάζει τώρα να βγάλει τη συνέχεια του «Blade Runner».
Για ποιον λόγο αυτή η ταινία έχει τέτοια απήχηση και τόσους οπαδούς;
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ακούγοντας τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς το «Blade Runner» προέκυψε μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Ο πρωταγωνιστής δήλωνε ότι δεν είχε καμία χημεία με την πρωταγωνίστρια. Ο σκηνοθέτης, μη διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια για να πραγματοποιήσει το όραμά του, κατέφευγε σε σκηνικά τεχνάσματα. Τα γυρίσματα γίνονταν νύχτα, για λόγους οικονομίας, σε βροχερά πλατό γεμάτα τεχνητό καπνό, τα οποία ανέδιδαν οσμή μούχλας. Οι συντελεστές εργάζονταν δεκατρείς ως δεκατέσσερις ώρες χωρίς διακοπή, φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες. Οι καθυστερήσεις εξακολουθούσαν να ανεβάζουν το κόστος και να τροφοδοτούν εντάσεις. Ο υπεύθυνος σκηνικών αντικειμένων απολύθηκε εξαιτίας μιας κούπας που θα εμφανιζόταν στις αρχικές σκηνές: είχε φέρει ελάχιστα δείγματα στον σκηνοθέτη και είχε την αναίδεια να ισχυριστεί ότι «δεν πρόκειται παρά για ένα φλιτζάνι».
Οι παραγωγοί επέβαλαν τις δικές τους αντιλήψεις, περιορίζοντας σημαντικά το μήκος του φιλμ και προσθέτοντας μια αφήγηση που πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης θεωρούσαν περιττή. Καταθλιπτικό, κλειστοφοβικό, για πολλούς ακατανόητο, το «Blade Runner» του βρετανού σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ παρά τις πρώτες ουρές έξω από τις χολιγουντιανές αίθουσες απέφερε μόνο 32 εκατ. δολάρια κατά την έξοδό του το 1982, μόλις και μετά βίας καλύπτοντας τον προϋπολογισμό του των 28 εκατομμυρίων.
Σε μια εποχή καταλυτικών μπλοκμπάστερ με χαριτωμένα πλάσματα («Ε.Τ. ο Εξωγήινος») ή οπερατικές κοινοτοπίες περί καλού και κακού («Η Επιστροφή των Τζεντάι»), έμοιαζε καταδικασμένο στην αφάνεια, εξοβελισμένο μετά πολλών επαίνων στην κατηγορία των χαμένων ευκαιριών – σήμερα ενδεχομένως και να κόστιζε μελλοντικά συμβόλαια στον πρωταγωνιστή Χάρισον Φορντ και την ανερχόμενη παρτενέρ του Σον Γιανγκ.
Επιζώντας στη μνήμη του κοινού αρχικά ως καλτ ταινία, με διαρκώς ογκούμενη δημοφιλία στη συνέχεια, το «Blade Runner» βρίσκεται πλέον σχεδόν σε κάθε λίστα κορυφαίων ταινιών (μεταξύ των 100 καλύτερων φιλμ όλων των εποχών των περιοδικών «Time» και «Total Film», όπως και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου) κι αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: στην αισθητική και τη θεματολογία του.
«Είδα την ταινία εκείνη ως ένα είδος καμβά, στον οποίο θα θέταμε και θα αποτυπώναμε τους δικούς μας κανόνες», έλεγε το 2007 στο ντοκιμαντέρ «Dangerous Days. Making Blade Runner» ο Λόρενς Πολ, σχεδιαστής παραγωγής (production designer). Οι κανόνες που έθεσαν αυτός και οι συνεργάτες του άσκησαν καταλυτική επίδραση στο ύφος των μελλοντικών ταινιών επιστημονικής φαντασίας αναμειγνύοντας μοτίβα από διάφορες στυλιστικές επιρροές. Η επίδραση της «Μητρόπολης» του γερμανού εξπρεσιονιστή σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ ήταν έκδηλη στη σκηνική παρουσίαση του Λος Αντζελες, ενώ ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε αντλήσει πρόθυμα στοιχεία από τη ζωγραφική του αμερικανού καλλιτέχνη Εντουαρντ Χόπερ, το θρυλικό γαλλικό περιοδικό κόμικ «Métal Hurlant» και το έργο του διάσημου κομίστα Moebius.
Το τελικό αποτέλεσμα, η εικόνα ενός «Χονγκ Κονγκ μια πολύ άσχημη ημέρα», σύμφωνα με τον Ρίντλεϊ Σκοτ, ήταν ένας σκοτεινός, μονίμως βροχερός τόπος τεχνητού αποκλειστικά φωτός, μια ρετρό μητρόπολη μεταξύ τεχνολογικής αιχμής και αστικής παρακμής. Φώτα νέον αλλά και μεγάλες σκιές, ηλεκτρονική μουσική και ανατολίτικα ακούσματα, ένα συνονθύλευμα από μόδες κι ένας εσμός φυλών παρήλαυναν από την οθόνη δημιουργώντας στον θεατή την ανησυχητική αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθούσε βρισκόταν ήδη επικίνδυνα κοντά στο παρόν των δυτικών inner cities.
Κινηματογραφικά, το «Blade Runner» άνοιξε το δρόμο στις κάθε λογής «δυστοπίες» – τις προβολές ενός απαισιόδοξου μέλλοντος όπου η πίστη στις θετικές συνέπειες των επιτευγμάτων της επιστήμης αντικαθίσταται σταδιακά από το φόβο των επιπτώσεών τους στο άτομο και την κοινωνία. Ως τότε σε σειρές όπως το «Σταρ Τρεκ» ο άνθρωπος κατακτούσε το σύμπαν και τα όποια προβλήματα λύνονταν κατά κανόνα δια του διαλόγου, ενώ ακόμη και η «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ διατηρούσε μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τον επερχόμενο αιώνα: παρά τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπινου νου, έκδηλα στην «επανάσταση» του υπολογιστή HAL 9000 κατά των δημιουργών του, το είδος ερχόταν επιτυχώς σε επαφή με εξωγήινες διάνοιες και ξεκινούσε ουσιαστικά για το επόμενο στάδιο της ύπαρξής του.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, υιοθετώντας τη σκοτεινότερη ερμηνεία για την πορεία του πολιτισμού του αμερικανού Φίλιπ Κ. Ντικ, συγγραφέα του μυθιστορήματος «Το ηλεκτρικό πρόβατο» (εκδόσεις Πάρα Πέντε) στο οποίο βασίστηκε το έργο, έμοιαζε να εστιάζει την προσοχή του σε έναν κόσμο οικολογικά επιβαρυμένου περιβάλλοντος, αυταρχικών πολιτικών λύσεων και βαθέων κοινωνικών διαιρέσεων, όπου η ίδια η έννοια του ανθρώπινου ετίθετο εν αμφιβόλω.
Στο Λος Αντζελες του 2020, εν μέσω ανθρωποειδών ρομπότ σε αναζήτηση συναισθημάτων και ψυχρών επαγγελματιών κυνηγών επιφορτισμένων με την «απόσυρσή» τους, το ανώνυμο πλήθος πορεύεται υπό βροχή προς ένα άδηλο μέλλον και η ταυτότητα του πρωταγωνιστή παραμένει διφορούμενη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας: οι συντελεστές της διαφωνούν ακόμη και σήμερα για το αν ο χαρακτήρας του Χάρισον Φορντ οφείλει να εκληφθεί ως φυσικός ή τεχνητός, άνθρωπος ή ανδροειδές.
Είναι μέρος της γοητείας ενός κινηματογραφικού έργου η ικανότητά του να παραμένει διαχρονικά επίκαιρο. Ο κόσμος του κατά Ρίντλεϊ Σκοτ 2020 θέτει πια τον θεατή ενώπιον ζητημάτων της τρέχουσας καθημερινότητας. Η αναζήτηση μιας ουσίας της ανθρώπινης ταυτότητας είναι σήμερα έκδηλη στην αναβίωση του εθνικισμού, η ανησυχία για τη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης έχει αντικατασταθεί με την αντίστοιχη συζήτηση περί των κινδύνων της κλωνοποίησης, η εγγύτητα μιας περιβαλλοντικής καταστροφής, οι συνέπειες του υπερπληθυσμού, οι όροι της οικονομικής μετανάστευσης, τα όρια της εταιρικής ισχύος στην κοινωνία, η υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών και η δυνατότητα διολίσθησης σε αστυνομικές πρακτικές απασχολούν τους πολίτες του δυτικού κόσμου εδώ και μια δεκαετία. Όπως σχολιάζει και ο Σιντ Μιντ, ντιζάινερ της ταινίας, «η επιστημονική φαντασία είναι η πραγματικότητα πριν την ώρα της».
tovima
Για ποιον λόγο αυτή η ταινία έχει τέτοια απήχηση και τόσους οπαδούς;
Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ακούγοντας τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς το «Blade Runner» προέκυψε μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Ο πρωταγωνιστής δήλωνε ότι δεν είχε καμία χημεία με την πρωταγωνίστρια. Ο σκηνοθέτης, μη διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια για να πραγματοποιήσει το όραμά του, κατέφευγε σε σκηνικά τεχνάσματα. Τα γυρίσματα γίνονταν νύχτα, για λόγους οικονομίας, σε βροχερά πλατό γεμάτα τεχνητό καπνό, τα οποία ανέδιδαν οσμή μούχλας. Οι συντελεστές εργάζονταν δεκατρείς ως δεκατέσσερις ώρες χωρίς διακοπή, φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες. Οι καθυστερήσεις εξακολουθούσαν να ανεβάζουν το κόστος και να τροφοδοτούν εντάσεις. Ο υπεύθυνος σκηνικών αντικειμένων απολύθηκε εξαιτίας μιας κούπας που θα εμφανιζόταν στις αρχικές σκηνές: είχε φέρει ελάχιστα δείγματα στον σκηνοθέτη και είχε την αναίδεια να ισχυριστεί ότι «δεν πρόκειται παρά για ένα φλιτζάνι».
Οι παραγωγοί επέβαλαν τις δικές τους αντιλήψεις, περιορίζοντας σημαντικά το μήκος του φιλμ και προσθέτοντας μια αφήγηση που πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης θεωρούσαν περιττή. Καταθλιπτικό, κλειστοφοβικό, για πολλούς ακατανόητο, το «Blade Runner» του βρετανού σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ παρά τις πρώτες ουρές έξω από τις χολιγουντιανές αίθουσες απέφερε μόνο 32 εκατ. δολάρια κατά την έξοδό του το 1982, μόλις και μετά βίας καλύπτοντας τον προϋπολογισμό του των 28 εκατομμυρίων.
Σε μια εποχή καταλυτικών μπλοκμπάστερ με χαριτωμένα πλάσματα («Ε.Τ. ο Εξωγήινος») ή οπερατικές κοινοτοπίες περί καλού και κακού («Η Επιστροφή των Τζεντάι»), έμοιαζε καταδικασμένο στην αφάνεια, εξοβελισμένο μετά πολλών επαίνων στην κατηγορία των χαμένων ευκαιριών – σήμερα ενδεχομένως και να κόστιζε μελλοντικά συμβόλαια στον πρωταγωνιστή Χάρισον Φορντ και την ανερχόμενη παρτενέρ του Σον Γιανγκ.
Επιζώντας στη μνήμη του κοινού αρχικά ως καλτ ταινία, με διαρκώς ογκούμενη δημοφιλία στη συνέχεια, το «Blade Runner» βρίσκεται πλέον σχεδόν σε κάθε λίστα κορυφαίων ταινιών (μεταξύ των 100 καλύτερων φιλμ όλων των εποχών των περιοδικών «Time» και «Total Film», όπως και του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου) κι αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: στην αισθητική και τη θεματολογία του.
«Είδα την ταινία εκείνη ως ένα είδος καμβά, στον οποίο θα θέταμε και θα αποτυπώναμε τους δικούς μας κανόνες», έλεγε το 2007 στο ντοκιμαντέρ «Dangerous Days. Making Blade Runner» ο Λόρενς Πολ, σχεδιαστής παραγωγής (production designer). Οι κανόνες που έθεσαν αυτός και οι συνεργάτες του άσκησαν καταλυτική επίδραση στο ύφος των μελλοντικών ταινιών επιστημονικής φαντασίας αναμειγνύοντας μοτίβα από διάφορες στυλιστικές επιρροές. Η επίδραση της «Μητρόπολης» του γερμανού εξπρεσιονιστή σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ ήταν έκδηλη στη σκηνική παρουσίαση του Λος Αντζελες, ενώ ο Ρίντλεϊ Σκοτ είχε αντλήσει πρόθυμα στοιχεία από τη ζωγραφική του αμερικανού καλλιτέχνη Εντουαρντ Χόπερ, το θρυλικό γαλλικό περιοδικό κόμικ «Métal Hurlant» και το έργο του διάσημου κομίστα Moebius.
Το τελικό αποτέλεσμα, η εικόνα ενός «Χονγκ Κονγκ μια πολύ άσχημη ημέρα», σύμφωνα με τον Ρίντλεϊ Σκοτ, ήταν ένας σκοτεινός, μονίμως βροχερός τόπος τεχνητού αποκλειστικά φωτός, μια ρετρό μητρόπολη μεταξύ τεχνολογικής αιχμής και αστικής παρακμής. Φώτα νέον αλλά και μεγάλες σκιές, ηλεκτρονική μουσική και ανατολίτικα ακούσματα, ένα συνονθύλευμα από μόδες κι ένας εσμός φυλών παρήλαυναν από την οθόνη δημιουργώντας στον θεατή την ανησυχητική αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθούσε βρισκόταν ήδη επικίνδυνα κοντά στο παρόν των δυτικών inner cities.
Κινηματογραφικά, το «Blade Runner» άνοιξε το δρόμο στις κάθε λογής «δυστοπίες» – τις προβολές ενός απαισιόδοξου μέλλοντος όπου η πίστη στις θετικές συνέπειες των επιτευγμάτων της επιστήμης αντικαθίσταται σταδιακά από το φόβο των επιπτώσεών τους στο άτομο και την κοινωνία. Ως τότε σε σειρές όπως το «Σταρ Τρεκ» ο άνθρωπος κατακτούσε το σύμπαν και τα όποια προβλήματα λύνονταν κατά κανόνα δια του διαλόγου, ενώ ακόμη και η «Οδύσσεια του Διαστήματος» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ διατηρούσε μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τον επερχόμενο αιώνα: παρά τα πεπερασμένα όρια του ανθρώπινου νου, έκδηλα στην «επανάσταση» του υπολογιστή HAL 9000 κατά των δημιουργών του, το είδος ερχόταν επιτυχώς σε επαφή με εξωγήινες διάνοιες και ξεκινούσε ουσιαστικά για το επόμενο στάδιο της ύπαρξής του.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, υιοθετώντας τη σκοτεινότερη ερμηνεία για την πορεία του πολιτισμού του αμερικανού Φίλιπ Κ. Ντικ, συγγραφέα του μυθιστορήματος «Το ηλεκτρικό πρόβατο» (εκδόσεις Πάρα Πέντε) στο οποίο βασίστηκε το έργο, έμοιαζε να εστιάζει την προσοχή του σε έναν κόσμο οικολογικά επιβαρυμένου περιβάλλοντος, αυταρχικών πολιτικών λύσεων και βαθέων κοινωνικών διαιρέσεων, όπου η ίδια η έννοια του ανθρώπινου ετίθετο εν αμφιβόλω.
Στο Λος Αντζελες του 2020, εν μέσω ανθρωποειδών ρομπότ σε αναζήτηση συναισθημάτων και ψυχρών επαγγελματιών κυνηγών επιφορτισμένων με την «απόσυρσή» τους, το ανώνυμο πλήθος πορεύεται υπό βροχή προς ένα άδηλο μέλλον και η ταυτότητα του πρωταγωνιστή παραμένει διφορούμενη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας: οι συντελεστές της διαφωνούν ακόμη και σήμερα για το αν ο χαρακτήρας του Χάρισον Φορντ οφείλει να εκληφθεί ως φυσικός ή τεχνητός, άνθρωπος ή ανδροειδές.
Είναι μέρος της γοητείας ενός κινηματογραφικού έργου η ικανότητά του να παραμένει διαχρονικά επίκαιρο. Ο κόσμος του κατά Ρίντλεϊ Σκοτ 2020 θέτει πια τον θεατή ενώπιον ζητημάτων της τρέχουσας καθημερινότητας. Η αναζήτηση μιας ουσίας της ανθρώπινης ταυτότητας είναι σήμερα έκδηλη στην αναβίωση του εθνικισμού, η ανησυχία για τη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης έχει αντικατασταθεί με την αντίστοιχη συζήτηση περί των κινδύνων της κλωνοποίησης, η εγγύτητα μιας περιβαλλοντικής καταστροφής, οι συνέπειες του υπερπληθυσμού, οι όροι της οικονομικής μετανάστευσης, τα όρια της εταιρικής ισχύος στην κοινωνία, η υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών και η δυνατότητα διολίσθησης σε αστυνομικές πρακτικές απασχολούν τους πολίτες του δυτικού κόσμου εδώ και μια δεκαετία. Όπως σχολιάζει και ο Σιντ Μιντ, ντιζάινερ της ταινίας, «η επιστημονική φαντασία είναι η πραγματικότητα πριν την ώρα της».
tovima
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου